Translate/Μετάφραση

12 Δεκ 2025

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣTΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1955

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ - Μέσα από τον λαβύρινθο της διαπλοκής και του δογματισμού» που ετοιμάζεται προς έκδοση


 Πριν τα γεγονότα, είχαν αρχίσει οι κομματικές διαδικασίες για πανελλαδική συνδιάσκεψη και στις συνελεύσεις των κομματικών οργανώσεων βάσης, εκλέγονταν αντιπρόσωποι για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ που θα γινόταν στο εξωτερικό, μάλλον στη Ρουμανία, -γιατί εκεί βρισκόταν η έδρα της ηγεσίας του κόμματος. Στις συνελεύσεις εκλέγονταν αντιπρόσωποι για τη συνδιάσκεψη μέλη του κόμματος, οι οποίοι εκφράζανε το κομμάτι εκείνων που προβληματίζονταν περισσότερο και οδηγούσε τα πράγματα για μια γενικότερη θεώρηση της τακτικής και στρατηγικής του ΚΚΕ, που ακολούθησε κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου πολέμου και μετά, στο εξωτερικό. 
Τασκένδη 1956

 Αυτή η κομματική διαδικασία ανησύχησε τους αντιπροσώπους της ΚΕ του ΚΚΕ που παρακολουθούσαν την Κομματική Οργάνωση της Τασκένδης, οι οποίοι έστειλαν σήμα στον Ζαχαριάδη για τις εξελίξεις στην κομματική οργάνωση.
 Ο Ζαχαριάδης έστειλε μια σειρά από στελέχη, μέλη της ΚΕ, με επικεφαλής τον Δημήτρη Βλαντά, που οι αγωνιστές τον ονόμαζαν «Γκολιομήτρο», τον Ακριτίδη, τον Μ. Παλαιολόγο, τον Βαενά, τον Γκρόζο, τον Μπαρτζιώτα και άλλα στελέχη και μέλη της ΚΕ με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού των κομματικών δυνάμεων. Ακύρωσαν τις κομματικές διαδικασίες και καθαίρεσαν την εκλεγμένη Κομματική Επιτροπή Τασκένδης που δεν παραιτούνταν και οδήγησαν στη διάσπαση της Κομματικής Οργάνωσης. Στην Κομματική Επιτροπή της Τασκένδης η πλειοψηφία αρχικά, ήταν με την ανανέωση της πολιτικής γραμμής του κόμματος, την ανάπτυξη της κριτικής και αυτοκριτικής, την απόδοση ευθυνών και τη χάραξη μιας νέας πορείας στο Κόμμα. Όλοι της ΚΕ που έστειλε ο Ζαχαριάδης για να αλλάξουν την κατάσταση δεν έφεραν αποτέλεσμα και έφτασε προσωπικά ο ίδιος.
 Ο Ζαχαριάδης με την παρουσία του πίστευε πως θα άλλαζε τον συσχετισμό δυνάμεων στην Κομματική Οργάνωση. Μαλιστα έφερε στην Τασκένδη σχεδόν όλο το ΠΓ και πολλά μέλη της ΚΕ, αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. Τότε, με το έτσι θέλω, καθαίρεσε την Κομματική Επιτροπή, αλλά η εκλεγμένη ΚΕ δεν παραιτούνταν, ζητώντας νόμιμες κομματικές καταστατικές διαδικασίες.
 Όλη η δημιουργική πορεία των πολιτικών προσφύγων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και της Κομματικής Οργάνωσης, πριν τη διάσπαση, διακόπηκε με την αποστολή στην Τασκένδη όλου του μηχανισμού της καθοδήγησης. Άρχισε η συκοφαντία των στελεχών, με αποτέλεσμα τη διάσπαση. Κατόρθωσαν με τις συκοφαντίες και με την παρουσία του ίδιου του Ζαχαριάδη, να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στην οργάνωση στο όνομα του Ζαχαριάδη και να χαρακτηρίσουν τους αντιπάλους «Μαρκικούς» και «Μαύρους», δηλαδή όλους εκείνους που προβληματίζονταν για την πολιτική του κόμματος.
 Ο Ζαχαριάδης οργάνωσε μια σειρά από συνελεύσεις στις κομματικές οργανώσεις. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος, ο Ζαχαριάδης δέχτηκε σφοδρή κριτική από τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος στη συγκέντρωση που διεξήχθη στο Θέατρο Σβερντλόφ. Ο ίδιος ξαφνιάστηκε, δεν πίστευε ότι οι απλοί κομμουνιστές και τα μεσαία στελέχη θα τον αντιμετώπιζαν με τέτοια σφοδρή κριτική!
Για τελευταία φορά τον αντάμωσα, μετά τη Σχολή Μπελογιάννη, στη μεγάλη συγκέντρωση των στελεχών στο μεγάλο Θέατρο Σβερντλόφ. Τέτοια κριτική δεν την περίμενε. Στο διάλειμμα, στο φουαγιέ του θεάτρου με γνώρισε και μου είπε:
- Ορέστη, πώς βρέθηκες εδώ, εγώ σε είχα αλλού!, ρωτώντας με, 
- Ορέστη, κι εσύ εναντίον μου; 
- Ναι, σύντροφε Νίκο!, του απάντησα.
 Με γνώριζε καλά από τη Σχολή Μπελογιάννη και από την περίπτωση Τσικιρτζή, όταν του ζήτησε την έγκρισή του για την ένταξή μου στην Ασφάλεια της Ρουμανίας (Securetate). Και γι’ αυτό μου είπε ότι «εγώ σ‘ είχα αλλού».
 Για να μπορέσω να τον συναντήσω στο διάλειμμα της συνέλευσης και να έχει την ευκαιρία να μιλήσει μαζί μου, το γεγονός αυτό έδειχνε ότι έλειπε εκείνος ο κόσμος γύρω του, για να τον χαιρετήσει και να του σφίξει το χέρι. Πριν, ήταν αδύνατο να τον πλησιάσει κάποιος σε παρόμοιες καταστάσεις.
Την Κυριακή 12 του Σεπτέμβρη, είχε οριστεί η γενική συνέλευση των φοιτητών στην αίθουσα εκδηλώσεων της 13ης Πολιτείας, όπου θα μας μιλούσε. Τη νύχτα του Σαββάτου όμως έφυγε από την Τασκένδη, ύστερα από τη σοβαρή κριτική που δέχθηκε στο Θέατρο Σβερντλόφ. Εμείς όμως δεν το ξέραμε αυτό. Αμέσως τη νύχτα του Σαββάτου στις 11 Σεπτεμβρίου προς τα ξημερώματα της Κυριακής 12 Σεπτεμβρίου ξέσπασε το πογκρόμ.
 Τώρα, σκέφτομαι, την εντολή την έδωσε ο Ζαχαριάδης ή το οργάνωσε ο Βλαντάς με τα άλλα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ; Το οργάνωσαν, όταν πήγαν στα γραφεία της ΚΕ να καθαιρέσουν με τη βία την νόμιμα εκλεγμένη Κομματική Επιτροπή; Πριν ξεσπάσει το πογκρόμ, ο ερχομός του Ζαχαριάδη στην Τασκένδη δυνάμωσε τη διάσπαση και τον φανατισμό και άλλαξε τον συσχετισμό υπέρ του. Ο κόσμος χωρίστηκε σε ζαχαριαδικούς και αντιζαχαριαδικούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στις πολιτείες μικροεπεισόδια.
 Το Σάββατο στις 11 Σεπτεμβρίου, τη νύχτα του πογκρόμ, οργανωμένες ομάδες ζαχαριαδικών, κατέβηκαν από όλες τις πολιτείες και κατευθύνθηκαν στην 7η Πολιτεία, όπου ήταν τα γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης Τασκένδης. Προβοκατόρικα διέδωσαν ότι πέταξαν από τον 2ο όροφο των γραφείων της Κομματικής Επιτροπής το παιδί του Ζαχαριάδη. Τότε, ήρθαν από τις πολιτείες που επικρατούσαν οι ζαχαριαδικοί, οργανωμένοι με ρόπαλα, άρχισαν να χτυπούν τα μέλη της Κομματικής Επιτροπής και όποιον αντιζαχαριαδικό έβρισκαν μπροστά τους. Οι ομάδες, με ρόπαλα στους δρόμους, σταματούσαν με τη βία τα μέσα μεταφοράς ψάχνοντας αντιπάλους, έμπαιναν στα σπίτια κι έβγαζαν έξω τους αντιπάλους και τους ξυλοκοπούσαν. Χτύπησαν πολλούς, μεταξύ αυτών τον Αρριανό, τον Υψηλάντη, τον Πάνο Δημητρίου, μάλιστα του έκοψαν το αφτί, απείλησαν τον Κυρατζόπουλο-Φωτεινό, ψάχνοντας μέχρι και στο υπόγειο του σπιτιού, τον Αμάρμπεη, τον Ρούνη-Μπαρμπαλιά, τον Βασίλη Οικονόμου, τον Λασσάνη και πολλούς άλλους. Διέδωσαν το σύνθημα και στις πολιτείες να βγάζουν τους αντιζαχαριαδικούς από τα σπίτια και να τους λιντσάρουν.
 Οι αντιζαχαριαδικοί ιδέα δεν είχαν τι είχε συμβεί στην 7η Πολιτεία. Οι φοιτητές μάλιστα, το πρωί της Κυριακής, πήγαιναν για τη συνέλευση των φοιτητών στη 13η Πολιτεία, όπου θα μας μιλούσε ο Ζαχαριάδης. Δεν ξέραμε ότι είχε φύγει. Η αίθουσα ήταν μικρή και ήταν αδύνατο να χωρέσουν όλοι οι φοιτητές, γι' αυτό είχαμε συνεννοηθεί να πάμε από νωρίς το πρωί, για να μην πιαστούν οι θέσεις από τους ζαχαριαδικούς, και να μη βρεθούμε έξω από την αίθουσα και η πλειοψηφία ψηφίσει κάποια απόφαση της συνέλευσης, που θα ήταν σε βάρος της ανανεωτικής παράταξης. Έτσι αποφασίσαμε να βρεθούμε πολύ πρωί στη 13η Πολιτεία. Στους φοιτητές πλειοψηφούσε η ανανεωτική παράταξη.
Θα περιγράψω τη δική μου περιπέτεια, όπως τα έζησα τα γεγονότα εκείνο το μερόνυχτο.
 Ήταν Σάββατο απόγευμα 11 Σεπτεμβρίου του 1955. Γύριζα από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου με το τραμ. Στην πλατεία του Πολιτιστικού Κέντρου των Υφαντουργών (Театральная), είδα πλήθος κόσμου, μια ορχήστρα που έπαιζε και η νεολαία χόρευε. Στη στάση κατέβηκα για να δω. Στην πλατεία γίνονταν συχνά εκδηλώσεις, όπου η νεολαία διασκέδαζε και χόρευε. Εκείνη τη βραδιά εγκαινιάστηκε μια έκθεση παπουτσιών που συνοδευόταν με πανηγυρική εκδήλωση. Είχα και την τσάντα με τα βιβλία που είχα δανειστεί από την Κεντρική βιβλιοθήκη, όπου ήμουν μόνιμος αναγνώστης-ερευνητής. Συνάντησα πολλούς φίλους και το γλέντι το συνεχίσαμε ως αργά τη νύχτα. Μετά, μια παρέα, πήγαμε στο σπίτι του Κώστα Καραμήτσου, που έτυχε να είναι και θείος μου, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Νιόπαντρος τότε ο Κώστας με τη Ζήνα. Ήμασταν μια καλή παρέα με τον Κεκέ που έπαιζε ωραίο ακορντεόν. Το σπίτι του Κώστα ήταν κοντά στην 13η Πολιτεία και δεν πήγα στο σπίτι μετά το γλέντι, γιατί θα πήγαινα στη συνέλευση των φοιτητών όπου θα μας μιλούσε ο Νίκος Ζαχαριάδης. Η Ζήνα έβαλε το ξυπνητήρι στις 6 το πρωί για να πάω στη συνέλευση. Η απόσταση από το σπίτι του Κώστα ως την 13η Πολιτεία δεν ήταν πάνω από 500-600 μέτρα.
 Κυριακή πρωί. Έφτασα στην πύλη της 13ης Πολιτείας. Στην είσοδο ήταν γύρω στα 10 άτομα και όταν πήγα να περάσω μέσα με σταμάτησαν και με ρώτησαν πού πάω. Χωρίς να γνωρίζω τι συνέβηκε τη νύχτα του Σαββάτου στην 7η Πολιτεία στα γραφεία της Κ. Ε. Τασκένδης, τους είπα ότι πάω στην αίθουσα εκδηλώσεων για τη συνέλευση των φοιτητών. Ένας μου λέει, 
- Το βιβλιάριό σου, χωρίς να γνωρίζω τα συμβάντα της νύχτας, το οξυμένο πνεύμα και τον φανατισμό του κόσμου της 13ης Πολιτείας, που ήταν στην πλειοψηφία τους ζαχαριαδικοί, του λέω με θάρρος 
- και ποιος είσαι εσύ για να σου δείξω το βιβλιάριο; 
Στη συζήτηση παρενέβη τρίτος, που είπε 
- Άφησέ τον να περάσει.
Πέρασα. Και τι να δω! Στο κέντρο της 13ης Πολιτείας είναι ένα σιντριβάνι και η επιφάνεια καλυμμένη με μεταλλικό δίχτυ. Στο συντριβάνι ήταν ανεβασμένος ο Μάνος. Φορούσε μπότες και κιλότα -όπως συνήθιζε να φοράει-, γνωστός στη 13η Πολιτεία ως γλεντζές και παλικαράς, τον φώναζαν και Αλβανό. Ο Μάνος λοιπόν αφηγούνταν τα γεγονότα που συνέβησαν στην 7η Πολιτεία, πώς κατέλαβαν τα γραφεία της Κομματικής Επιτροπής, πώς έπιασαν πολλούς «μαύρους» και τους σάπισαν στο ξύλο...
 Τα χρειάστηκα, βρέθηκα στο στόμα του λύκου. Προσπάθησα να φύγω, γιατί αν συναντούσα κάποιον γνωστό από τις συζητήσεις που κάναμε, δεν ξέρω κι εγώ τι θα επακολουθούσε. Στην είσοδο της πολιτείας περίμεναν τους φοιτητές. Πάω να φύγω. Τώρα δεν με αφήνουν να βγω. Γυρίζω πίσω. Πού να πάω; Μην πέσω σε κάποιον γνωστό και με τσακίσουν στο ξύλο. Στην πολιτεία ζούσε μια χωριανή μου, η Ρήνα Κελεπούρη, παντρεμένη με τον Αχιλλέα Μπατζή από το Μεσολούρι, πατριώτες και οικογενειακοί φίλοι, σκέφτηκα να πάω εκεί μέχρι να περάσει η μπόρα. Πήγα. Με υποδέχτηκε η Ρήνα. Ο Αχιλλέας κοιμόταν, γιατί είχε πάρει μέρος τη νύχτα στα γεγονότα της 7ης Πολιτείας και γύρισε αργά από το «πανηγύρι». Η Ρήνα τον ξύπνησε. Μόλις σηκώθηκε αμέσως μου είπε, 
- Είδες τι κάνατε, πήγατε να σκοτώσετε το παιδί του Ζαχαριάδη. 
Αντέδρασα και του είπα ότι δεν έχω ιδέα τι συνέβηκε. Από κουβέντα σε κουβέντα οξύνθηκαν τα πράγματα.   
- Είστε αδιόρθωτοι, μου λέει και με θυμό. 
Σηκώνομαι να φύγω. Η καημένη η Ρήνα προσπαθεί να με κρατήσει. Μου λέει: 
- Πού θα πας Χρήστο, τα πνεύματα είναι οξυμένα, θα σε σκοτώσουν. 
Δεν άκουσα. 
- Ας γίνει ό,τι έχει να γίνει, και βγήκα. 
Προσπαθώ να φύγω, συναντώ τη Μαίρη Ζιώγα, γνωστή από το Πανεπιστήμιο. Μου επιτέθηκε με λόγια, 
- Χρήστο σε παρέσυραν, είσαι καλό παιδί κλπ. Αγρίεψα και με αγριεμένη φωνή της λέω: 
- Μαίρη, αν θες να με χτυπήσουν, να οι μπράβοι, φώναξέ τους, αν όχι κλείσε το και θα τα πούμε στο Πανεπιστήμιο. 
 Πράγματι η Μαίρη φάνηκε εντάξει και με προφύλαξε, μη τυχόν και με συναντήσει κάποιος γνωστός και με χτυπήσει. Είχα τύχη βουνό, έφυγα από του λύκου το στόμα, γιατί οι νεολαίοι της 13ης Πολιτείας είχαν βγει στο κυνήγι των φοιτητών που θα έρχονταν στη συνέλευση για να τους λιντσάρουν. Προσπαθώ να βρω την ευκαιρία να βγω από την πύλη και να φύγω, τώρα, δεν με αφήνουν να βγω από την πολιτεία, γυρίζω πίσω, πάντα είχα στο χέρι την τσάντα με τα βιβλία. Σε μια στιγμή βλέπω να φέρνουν στην πολιτεία χτυπημένο και ματωμένο τον Βασίλη Έξαρχο, δοκιμασμένο αγωνιστή. Το πλήθος ορμάει στην πύλη, τον χτυπούν και τον σπρώχνουν μέσα στα γραφεία που ήταν ακριβώς στην αριστερή πλευρά της εισόδου της πολιτείας.
 Ο όχλος, όταν είδε στην πύλη τον Έξαρχο, γνωστό για την αντιζαχαριαδική του δράση, όρμηξε να τον χτυπήσει. Στην αναμπουμπούλα ο έλεγχος στην είσοδο είχε χαθεί και βγήκα. Τραβούσα για τον κεντρικό δρόμο. Εκεί που βάδιζα στον κεντρικό δρόμο, ακούω κάποιον να έρχεται προς την πολιτεία και να φωνάζει: 
-Τρέξτε για βοήθεια, έρχονται και φεύγουν, δεν έχουμε κόσμο να τους πιάσουμε. 
 Τρέχω, κάνω πως πάω για βοήθεια. Μόλις βγήκα στον κεντρικό δρόμο, μπροστά στο Γκαστρονόμ (η λέξη το λέει μόνη της περί τι είδους μαγαζί πρόκειται) επί της λεωφόρου Σοτά Ρουσταβέλι, είδα να χτυπούν αλύπητα δυο γνωστούς καλούς φίλους κα καλούς αγωνιστές, τον πρώην ταξίαρχο της Σχολής αξιωματικών του ΔΣΕ Αχιλλέα Προυτσάλη και τον Τάσο Παπαθανασίου. Αυτοί που τους χτυπούσαν ήταν κάτοικοι της 13ης και 8ης Πολιτείας από τον οικισμό της Ρασκόβα και της Σιλικάτναγια, παραρτήματα της 8ης Πολιτείας που έμενα κι εγώ. Οι παθόντες φώναζαν «βοήθεια...», αλλά ήταν αδύνατο να τους βοηθήσω, γιατί ήταν πολλοί και θα τις μάζευα κι εγώ. Θεώρησα καλύτερο να πάω στην αστυνομία, μπήκα στο τραμ και σε μια στάση ήταν η Μιλίτσια (Αστυνομικό Τμήμα). Πήγα και τους ανέφερα το γεγονός, η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις 7 το πρωί. Η Πολιτοφυλακή αμέσως πήγε στη 13η Πολιτεία και πήρε υπό την προστασία της τον Έξαρχο και τους άλλους που έδερναν στο δρόμο. 
Στην Τεατράλναγια - πίσω διακρίνεται το Πολιτιστικό Κέντρο των
Υφαντουργών, Τασκένδη 1956

 Από τη Μιλίτσια βγήκα στη στάση του τραμ που είναι μπροστά στην Πλατεία των Υφαντουργών για να φύγω για το σπίτι. Κάθισα στο παγκάκι και περίμενα το τραμ. Απέναντι από τη στάση, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στη γωνία, στο σταυροδρόμι των οδών Σοτά Ρουσταβέλι και Μπογκντάν Xμελνίτσκι, που τις χωρίζει ο ψηλός γωνιακός τοίχος του εργοστασίου κατασκευής βάμβακοσυλλεκτικών μηχανών, υψώνεται ένα ρολόι. Εκεί είχαν πηγαδάκι μια ομάδα γνωστών φανατικών αντιπάλων από την 8η Πολιτεία και συζητούσαν για τα γεγονότα. Εγώ τους κοίταζα και η συζήτηση φαινόταν έντονη. Όταν ήρθε το τραμ, ανέβηκα, τότε με είδαν από το παράθυρο και όρμησαν οργισμένοι τρέχοντας να φτάσουν το τραμ. Τότε κατάλαβα τι θα γινόταν αν με έβλεπαν στη στάση. Ήταν όμως αδύνατο να φτάσουν το τραμ. Τους κούνησα το χέρι χαιρετώντας τους από το παράθυρο, γιατί όλοι ήταν γνωστοί και φανατικοί ζαχαριαδικοί. Εκεί που χτυπούσαν τον Αχιλλέα Προυτσάλη και τον Τάσο Παπαθανασίου, στη στάση του τραμ που ανέβηκα να πάω για τη Μιλίτσια, ανέβηκαν μαζί μου άλλοι τρεις άγνωστοι δικοί μας πολιτικοί πρόσφυγες. Ο ένας απ' τους τρεις έκφρασε τη λύπη του για την εικόνα του ξυλοδαρμού που είδε και είπε: 
- Τι πράγματα είναι αυτά ρε παιδιά, να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας! 
Οι δυο άλλοι, φανατισμένοι, του επιτέθηκαν με βρισιές και είπαν, 
- Τέτοιος είσαι κι εσύ, τους λέει: 
- Όχι βρε παιδιά... .
 Αυτό το περιστατικό είναι μια περίπτωση που δείχνει σε τι μίσος είχε οδηγήσει τους αγωνιστές η καθοδήγηση. Αυτοί οι αγωνιστές, σε άλλες στιγμές, έδωσαν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο σύντροφο και τώρα αλληλοσκοτώνονταν. Η περίπτωσή μου είναι μια μικρογραφία της κατάστασης που βίωσα. Εγώ τη γλίτωσα. Εκείνο το βράδυ χτύπησαν πολλούς, λέγανε ότι είχαμε και νεκρούς, δεν γνωρίζω όμως συγκεκριμένα.

16 Φεβ 2025

Η περιοχή Γρεβενών την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1830-1912)

Το πρώτο αυτοκίνητο στο Πολυνέρι Γρεβενών (1932).
1. ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η ιστοριογραφία για την περιοχή των Γρεβενών κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα κατά τις πρώτες της φάσεις της είναι απογοητευτική. Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός χαρακτήρας της κοινωνίας της επαρχίας επηρέασε οπωσδήποτε την έλλειψη σαφών και αξιόπιστων μαρτυριών. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ερευνητές αρκούνται συνήθως στην αναζήτηση πληροφοριών για την εκκλησιαστική ιστορία της επαρχίας ή στην επαναδιατύπωση των λαïκών παραδόσεων για τη ζωή των κατοίκων κατά τα τελευταίους κυρίως αιώνες της Τουρκοκρατίας. Μόλις κατά τα τελευταία χρόνια η περιοχή άρχισε να κεντρίζει το ενδιαφέρον των ιστορικών με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια. Γι’ αυτό και δεν διαθέτουμε τα απαραίτητα δεδομένα, ώστε να δώσουμε την εικόνα της ιστορικής συνέχειας της επαρχίας μας. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι αρκετά ιστορικά στοιχεία παρατίθενται σε άλλες ενότητες του βιβλίου αυτού, θα αρκεστούμε εδώ μόνο στη σύντομη παρουσίαση της τελευταίας φάσης της Τουρκοκρατίας.

2. Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ (1827-1854)

Η περιοχή Γρεβενών, όπως και ολόκληρος ο πληθυσμός της ελληνικής χερσονήσου, γνώρισε κατά τα χρόνια της Επανάστασης μια περίοδο χρόνιας ανασφάλειας. Η κατάσταση εκείνη, που κράτησε χρόνια, οφειλόταν κυρίως στις επιδρομές τουρκαλβανικών ομάδων, που διέτρεχαν ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προκαλώντας με την ανεξέλεγκτη δράση τους καταστροφές στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία και το τοπικό εμπόριο.

Οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν βέβαια να περιορίσουν το φαινόμενο: έτσι, τον Ιούλιο του 1830 ο μέγας βεζύρης και Ρούμελη βαλεσή Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) κατάφερε με δόλο να εξοντώσει τους σπουδαιότερους ηγέτες των ανταρτικών αυτών ομάδων στο Μοναστήρι. Αλλά οι αναστατώσεις θα συνεχιστούν και στα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, θα συνδυαστεί και με τις αυθαιρεσίες των τοπικών εκπροσώπων της οθωμανικής διοίκησης.

Το γεγονός αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να ερμηνευθούν οι μετακινήσεις των χριστιανικών κυρίως πληθυσμών της επαρχίας προς την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη και την Ανατ. Ρωμυλία, αλλά και προς το ελεύθερο ελληνικό κράτος και τη Διασπορά.

Η μορφολογία εξάλλου του εδάφους, η δομή και οι επαναστατικές παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας ευνόησαν την εμπλοκή των κατοίκων στις αντιτουρκικές προσπάθειες που επιχειρήθηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, από την ύστατη φάση της ελληνικής επανάστασης ως τις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα. Τις πρωτοβουλίες για την εμπλοκή αυτή τις αναλάμβαναν παλαίμαχοι οπλαρχηγοί της περιοχής της Πίνδου και των Χασίων, που είχαν άλλωστε διακριθεί και κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821.

Δεσπόζουσα μορφή στις πρωτοβουλίες αυτές ήταν ο Θεόδωρος Ζιάκας, γόνος παλιάς αρματολικής οικογένειας. Ο Ζιάκας είχε επιχειρήσει το χειμώνα του 1827- με επιθέσεις στην Καστανιά Καλαμπάκας και στους Νιγάδες Ζαγορίου- να προκαλέσει αναστάτωση στην περιοχή με στόχο τη στήριξη του Καποδίστρια στον διπλωματικό του αγώνα για τη διεύρυνση των συνόρων της υπό ίδρυσης ελληνικής επικράτειας. Η δράση του δε σταμάτησε ούτε μετά την ανακήρυξη του νεοελληνικού κράτους: την άνοιξη του 1831 ο Ζιάκας και οι άνδρες του πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στα περίχωρα των Γρεβενών. Τον επόμενο χρόνο επανέλαβαν την προσπάθεια, αλλά περικυκλώθηκαν από τουρκικές δυνάμεις στο φαράγγι του Τσιούργιακα (ανάμεσα στα χωριά Πολυνέρι, Αετιά και Αλατόπετρα) και μόλις και κατάφεραν με ορμητική νυχτερινή επίθεση να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Τελικά, το 1835 ο Ζιάκας αποσύρθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, περιμένοντας νέα ευκαιρία για δράση. Μερικοί ωστόσο από τους παλαιούς οπλαρχηγούς της περιοχής (όπως π.χ. ο Καταραχιάς, ο Τσάπος και άλλοι) προτίμησαν να παραμείνουν στην Πίνδο, κινούμενοι συνήθως μεταξύ των ορεινών όγκων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.

3. Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1854

Η πρώτη σημαντική εξέγερση στη Δυτική Μακεδονία και στην περιοχή Γρεβενών μετά την επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Κριμαïκού Πολέμου (1853-1856). Τον Φεβρουάριο του 1854 ο Ζιάκας ξεκίνησε με αντάρτικο σώμα 300 ανδρών από τη Λαμία και, αφού πρώτα ξεσήκωσε τον κόσμο σε μερικά χωριά των Αγράφων, πέρασε στη Θεσσαλία, για να ενισχύσει εκεί την επαναστατική προσπάθεια του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Ο Ζιάκας πήρε μέρος με τους άνδρες του στη νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της Καλαμπάκας στις αρχές Μαΐου του 1854. Στην συνέχεια πέρασε στα παλιά του λημέρια, στην περιοχή Γρεβενών, όπου επιχείρησε να δημιουργήσει ένα νέο μέτωπο, για να ανακουφίσει την εξέγερση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Τελικά, στόχοι του δεν ήταν τα τακτικά τουρκικά στρατεύματα, αλλα οι συμμορίες των τουρκαλβανών που λυμαίνονταν ακόμα την περιοχή. Στις 10 Μαΐου, στη μάχη της Δημηνίτσας (σημερινό Καρπερό), διέλυσε μια από αυτές τις συμμορίες, σώζοντας τους κτηνοτρόφους που ανέβαιναν από τα χειμαδιά για τα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου. Μετά την επιτυχία του αυτή ο Ζιάκας τοποθέτησε άνδρες του σε στρατηγικά σημεία μεταξύ Γρεβενών και Μετσόβου (κοντά στα χωριά Τίστα, Σπήλιο, Μηλιά και Κρανιά).

Ύστερα όμως από την αποτυχία του Θ. Γρίβα στο Μέτσοβο και την ανακατάληψή του από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο Ζιάκας απέμεινε πια μόνος του. Τελικά, συγκέντρωσε τους άνδρες του και τους κατοίκους που είχαν συνεργαστεί μαζί του στο χωριό Σπήλαιο, όπου προσπάθησε να αμυνθεί, όταν άρχισε η τουρκική αντεπίθεση. Παρά τον ηρωισμό των ανδρών του, η αντίσταση δεν ήταν δυνατό να κρατήσει για πολύ. Τελικά ο Ζιάκας αναγκάστηκε να δεχθεί τη μεσολάβηση των προξένων της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας και ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσει με τους στενούς του συνεργάτες για την ελεύθερη Ελλάδα. Τον ακολούθησαν και τα γυναικόπαιδα που είχαν και δεν θέλησαν να επιστρέψουν στα χωριά τους, παρά τις διαβεβαιώσεις των προξένων και των τουρκικών αρχών, ότι δεν θα πειραχθούν. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από προσφυγιά ενός χρόνου στη Λαμία, θα επιστρέψουν τελικά στα πατρικά τους χώματα, για να στήσουν από την αρχή τα ρημαγμένα νοικοκυριά τους.

Η κατάσταση, ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι δεινή εξαιτίας της δράσης των λιποτακτών του Κριμαïκού Πολέμου που είχαν καταφύγει στην περιοχή των Γρεβενών. Το ημερολόγιο του παπα-Νικόλα Κουκόλη μας προσφέρει αρκετές μαρτυρίες για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός των Γρεβενών και της Ανασελίτσας, άλλοτε εξαιτίας των ανεξέλεγκτων ληστών και άλλοτε εξαιτίας των καταχρήσεων των ίδιων των κυρίαρχων.

4. Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Με το πέρασμα, πάντως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται μερικά ευοίωνα σημάδια και στην περιοχή των Γρεβενών. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις που άρχισαν να πραγματοποιούνται, με την επίβλεψη των Δυνάμεων, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιούργησαν ελπίδες για την ομαλοποίηση των συνθηκών διαβίωσης όλων των κατοίκων της χώρας, ανεξάρτητα από θρησκεία και εθνότητα. Την περίοδο λοιπόν εκείνη επιχειρήθηκε και στην επαρχία Γρεβενών η αναδιοργάνωση των κοινοτήτων (με την καθιέρωση βιβλίων και καταστίχων, με απογραφές, τοπικά συμβούλια κ.λπ.) και ο εκδυτικισμός ορισμένων τομέων της διοίκησης και της δικαιοσύνης.

Ο πληθυσμός βέβαια της περιοχής εξακολουθούσε να είναι γεωργοκτηνοτροφικός.

Στα πεδινά υπήρχαν τα τσιφλίκια των μουσουλμάνων αγάδων, στα οποία δούλευαν ακτήμονες αγρότες. Στα ορεινά κυριαρχούσαν οι τσελιγκάδες και οι μικροκτηματίες γεωργοί. Οι ακτήμονες ήταν κυρίως τσοπάνηδες στα κοπάδια των τσελιγκάδων, άλλοι κατέβαιναν και δούλευαν στα κτήματα των Τούρκων αγάδων στον θεσσαλικό κάμπο, στη Βέροια και στον Γιδά.

Αναπτυγμένη ήταν στην ύπαιθρο η χρήση του νερού με τους νερόμυλους, τα πριόνια, τις δριστέλες και τα μαντάνια, όπου γινόταν η επεξεργασία των μάλλινων υφαντών. Λειτουργούσαν επίσης σε αρκετά χωριά (π.χ. στη Σαμαρίνα) εργαστήρια μαχαιροποιίας, οπλοποιίας, αλλά και άλλες τοπικές βιοτεχνίες, όπως σιδεράδικα, που καταγίνονταν με την κατασκευή γεωργικών εργαλείων και οικιακών σκευών.

Οι μικροκαλλιεργητές εργάζονταν μαζί με τις οικογένειές τους. Η οικονομία λοιπόν της περιοχής είχε κυρίως κλειστό χαρακτήρα. Η εμπορευματική παραγωγή είχε υποτυπώδη μορφή και ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για ανταγωνιστική αγορά. Ουσιαστικά, μόνο οι γυρολόγοι προμήθευαν τους αγρότες με ξένα προïόντα, ανταλλάσοντάς τα με τυροκομικά, μαλλί, όσπρια, δημητριακά και δέρματα. Αυτά τα προïόντα άλλωστε, μαζί με την ξυλεία, τα ζώα και κάποια βιοτεχικά είδη (κυρίως από μαλλί), παρουσιάζονταν στις κατά τόπους εμποροπανηγύρεις, όπως του «Αχίλλη» των Γρεβενών, του Μαυρονόρους, της Αγίας Μαρίνας Τσοτυλίου, της Κόνιτσας, των Σερβίων και της Κοζάνης. Μερικά από τα προïόντα αυτά μεταφέρονταν με τα καραβάνια των κυρατζήδων σε άλλες βαλκανικές χώρες ή ακόμα και στην κεντρική Ευρώπη.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πόλη των Γρεβενών κατοικούνταν από 2.000 χριστιανούς και 500 μουσουλμάνους, είχε 7 εκκλησίες, 2 τέμενη, 6 σχολεία, 8 χάνια χωρητικότητας 300 ίππων και 400 ανδρών και 15 κλιβάνους. Η ομώνυμη διοικητική επαρχία είχε 16800 κατοίκους, 91 χωριά με τα σχολεία και τις εκκλησίες τους. Την ίδια περίοδο η πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν δείγμα ανοργάνωτης οθωμανικής πόλης της παρακμής: κακοχτισμένη, με έναν κεντρικό δρόμο, με ξύλινα σπίτια και μερικά μοναχικά κονάκια, τα περισσότερα ερειπωμένα. Ένα μέρος εξάλλου των κατοίκων ήταν διερχόμενα ή μόνιμα σταθμευμένα οθωμανικά στρατεύματα. Γι’αυτό και οι αλάνες ήταν γεμάτες σκηνές, καταλύματα, φωτιές και στρατιωτικά είδη, που στέγνωναν στον ήλιο, υπαίθρια μαγαζιά, πρόχειρα μαγειριά και καφενέδες. Η εικόνα που παρουσίαζε έμοιαζε με στρατόπεδο, με τη συνηθισμένη ακολουθία των ευκαιριακών επαγγελμάτων και των κάθε λογής μεταπωλητών. Το καλοκαίρι την πόλη τη σακάτευε ο πυρετός και η δυσεντερία και το χειμώνα την πολιορκούσαν τα χιόνια και οι λύκοι.

Με τις αρνητικές αυτές προϋποθέσεις άρχισαν οι προσπάθειες για την οργάνωση σχολείων και πολιτιστικών συλλόγων. Οι προσπάθειες (που γίνονταν με την ενίσχυση του εθνικού κέντρου και των αποδήμων) αφορούσαν τόσο στα Γρεβενά, όσο και στα χωριά της περιοχής. Προς τα τέλη του αιώνα παρατηρήθηκε πράγματι μια σταδιακή βελτίωση της εκπαιδευτικής κατάστασης, αλλά και αισθητή ενίσχυση του εθνικού φρονήματος των κατοίκων.

Η εξέλιξη αυτή ήταν αναγκαία, επειδή στο μεταξύ είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα νέα προβλήματα. Στην περιοχή Γρεβενών τα περισσότερα από τα προβλήματα αυτά τα δημιουργούσε η ρουμανική προπαγάνδα. Η αρχή έγινε με την εμφάνιση το 1865 του Ελληνοδιδασκάλου Απόστολου Μαργαρίτη, που με την ανοχή των οθωμανικών αρχών και τη στήριξη των Αυστριακών, άρχισε να περιοδεύει στα βλαχόφωνα χωριά των Γρεβενών, μοιράζοντας χρήματα, βιβλία, γενναιόδωρες υποτροφίες και άφθονες υποσχέσεις. Κύριος στόχος της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν οι κάτοικοι της Αβδέλλας, της Κρανιάς, του Περιβολιού, της Σαμαρίνας και της Σμίξης.

Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, που ξέσπασε στα 1875-1878, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Στις δραματικές αλλαγές που προκαλούσαν οι εξεγέρσεις στα Βαλκάνια, και η παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας δεν ήταν δυνατό να μείνουν αδιάφοροι. Οι αντιδράσεις τους εκδηλώθηκαν είτε με έντονες παραστάσεις στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων είτε και με δυναμικές αντιτουρκικές ενέργειες. Στην επαρχία μάλιστα των Γρεβενών και του Άνω Βοΐου το επαναστατικό κίνημα, που είχε ξεκινήσει στον Όλυμπο και στα Πιέρια, συνεχίστηκε ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου, σε μερικές περιπτώσεις ως το 1882. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί δρούσαν κατά το καλοκαίρι στις περιοχές του Σμόλικα, της Βασιλίτσας, των Χασίων και του Βοΐου, και κατά το χειμώνα στον νοτιοδυτικό Όλυμπο και στα ορεινά του Τυρνάβου και της Ελασσόνας, σε περιοχές δηλαδή που είχαν άμεση σχέση με τη μετακίνηση του κτηνοτροφικού πληθυσμού από τα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου στα χειμαδιά των Θεσσαλικών πεδιάδων.

Μερικοί από τους τοπικούς αυτούς αρχηγούς έγιναν κυρίως γνωστοί μέσω της λαïκής παράδοσης. Ανάμεσά τους ο Λεωνίδας Χατζημπύρος από τη Σαμαρίνα και ο Γκαρέλιας από το Δίστρατο. Ο Λεωνίδας, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής, επειδή είχε έρθει σε ρήξη με τους Τούρκους για κτηματικές υποθέσεις στο Πραιτώρι της Λάρισας, φυλακίστηκε στα Γιάννενα. Μετά την αποφυλάκισή του όμως (που συνέπεσε με την κρίση του 1878), άρχισε τις επιδρομές εναντίον τουρκικών θέσεων. Τελικά, ύστερα από έντονη ανταρτική δράση, ο Χατζημπύρος εγκλωβίστηκε την άνοιξη του 1881 στο χωριό Βρογκίλιστα (Καλονέρι), κοντά στη Σιάτιστα, και ύστερα από άνιση μάχη με τα οθωμανικά στρατεύματα, νικήθηκε και σκοτώθηκε.

Για τον Γκαρέλια γνωρίζουμε ότι κατατρόπωσε σε ενέδρα, στην τοποθεσία Σκοτάδι, στο δρόμο Σαμαρίνας-Δίστρατου, ομάδα 70 Τούρκων και Αλβανών στρατιωτών και ατάκτων υπό τις διαταγές του Ισμαήλ αγά, διαβόητου τότε για τη ληστρική του δράση στην περιοχή Γρεβενών. Πάντως, βασική πηγή πληροφοριών για το επεισόδιο αυτό είναι το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι, που ακούγεται στα πανηγύρια των ορεινών χωριών:

Δεν σ’άρεζαν ΄Σμαήλ αγά,

Δεν σ’άρεζαν τα Γρεβενά,

Μον’ ήθελες και το Ντουτσκό,

Φούρκα και Σαμαρίνα…

5. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Στην ταραγμένη περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών του 1878-1912 η περιοχή Γρεβενών γνώρισε αρκετές περιπέτειες, αλλά χωρίς σοβαρές απώλειες για τον Ελληνισμό. Εξάλλου, ο συμπαγής ελληνικός χαρακτήρας του πληθυσμού δεν άφηνε πολλά περιθώρια στις ξένες προπαγάνδες. Πάντως, στη στήριξη της ελληνικής υπόθεσης στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα συντέλεσε και η δράση των αντάρτικων ομάδων, που ενισχύονταν με άνδρες και όπλα από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Άλλωστε οι ορεινοί όγκοι που χώριζαν την επαρχία Γρεβενών από τη Θεσσαλία άφηναν πολλά και ασφαλή περάσματα από τη μια επικράτεια στην άλλη στις περιοχές Ελασσόνας, Τρικάλων και Καλαμπάκας. Τα περάσματα αυτά (που ο Γερμανός Καραβαγγέλης τα ονομάζει «δρόμους των Γρεβενών»), επέτρεπαν την ανανέωση της αντάρτικης δραστηριότητας για δεκαετίες.

Στα 1896, με πρωτοβουλία της «Εθνικής Εταιρείας», πέρασαν στη Δυτική Μακεδονία έξι ανταρτικά σώματα με οπλαρχηγούς τους Αθ. και Τάκη Μπρούφα. Τα σώματα αυτά, αφού αντιμετώπισαν με επιτυχία τα τουρκικά στρατεύματα στο Ξηρολίβαδο, διέφυγαν την κατάλληλη στιγμή στη Θεσσαλία. Άλλες όμως ένοπλες ομάδες δεν είχαν την ίδια τύχη. Στο Νιδρούζι, οι 40 άνδρες του Γούλα Κρούτα περικυκλώθηκαν από δεκαπλάσιους αντιπάλους και αποδεκατίστηκαν, χάνοντας επιπλέον και τον αρχηγό τους. Πάντως, το σώμα, αφού πρώτα ενισχύθηκε με την ομάδα του Π. Καρβέλα, συνέχισε τη δράση του και μετά το θάνατο του Γούλα Κρούτα με επιχειρήσεις στο χωριό Πλέσιανη (Μελίσσι). Αργότερα ο Καρβέλας επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα, κατάρτισε νέο σώμα και πολέμησε και πάλι στην περιοχή Γρεβενών, μαζί με τον Αλέξιο Λιτσόπουλο ή Βελούλα από το Καταφύγι Πιερίων και άλλους αντάρτες. Αντάρτικο επίσης σώμα 55 ανδρών, με επικεφαλής τους παλιούς καπεταναίοους Γιάννη Βελέντζα και Χρήστο Λεπενιώτη, έδρασε στα χρόνια 1893-1896.

Στην ίδια περιοχή εξάλλου δρούσαν και μεμονωμένα αντάρτικα τοπικά σώματα, όπως του Καταραχιά, του Ζαρκάδα, του Νταβέλη του νέου (Γιωργάκη Νταλή) και άλλων. Αναφέρονται επίσης τα ονόματα και άλλων οπλαρχηγών (του Πλατή, του Βερβέρα (συνεργάτη του Καρβέλα), του Ζέρβα, του Τσιάρη, του Καναβού, του Τ. Νάτσια, του Β. Οικονόμου, του Βερζή, του Σπανού, του Ζορμπά, του Μπαλατσού, του Τσίρου, του Ζάμπου και του Τσιάτσιου) που έδρασαν στη Βασιλίτσα, το Νιδρούζι, το Λυκοκρέμασμα, τα Αναβρυτά, την Κρανιά, τη Μηλιά, τη Δεσκάτη, το Κηπουργιό και άλλα μέρη της περιοχής. Κατά των ρουμανιζόντων έδρασαν επίσης στα βλαχοχώρια Περιβόλι, Κρανιά, Βωβούσα, Αβδέλλα και Σαμαρίνα οι Ντίνος Σαράντης, Λεπενιώτης, Χρ. Κουλούσιος, Λαχτάρας, Ζήσης Βράκας, Γιάννης Βελέντζας, Ευάγγελος Ακριβός κ.ά.

Οι Τούρκοι βέβαια προσπάθησαν να ανακόψουν τη δράση τους με σκληρά μέτρα και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αλλά η συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού καθιστούσε το έργο των καταδιωκτικών αποσπασμάτων αρκετά δύσκολο. Οι οθωμανικές, πάντως, αρχές, συνέχισαν τις διώξεις εναντίον του ελληνικού πληθυσμού ακόμα και μετά την επικράτηση των Νεότουρκων (1909), φυλακίζοντας με διάφορα προσχήματα δασκάλους, ιερείς, κοινοτάρχες κτλ., που θεωρούνταν ότι ενίσχυαν το έργο των ανταρτικών ομάδων. Μερικοί από αυτούς καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις. Αποκορύφωμα των αντιδράσεων αυτών στην περιοχή Γρεβενών ήταν η δολοφονία του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη την 1/4 Οκτωβρίου 1911, στο χωριό Σνίχοβο.

Τελικά, ήρθε το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός, μετά την πρώτη σημαντική νίκη του στα στενά του Σαρανταπόρου, προέλασε προς τα βορειοδυτικά. Στις 15 Οκτωβρίου το ανεξάρτητο απόσπασμα του συνταγματάρχη μηχανικού Στ. Γεννάδη, αφού πρώτα απελευθέρωσε τη Δεσκάτη, πέρασε και κατέλαβε τα Γρεβενά. Αλλά μετά την αναχώρηση από την πόλη του ελληνικού στρατού (22 Οκτωβρίου), για την Πτολεμαΐδα, επανήλθε ο Μπεκίρ αγας, για να ρημάξει κυριολεκτικά με λεηλασίες ολόκληρη την περιοχή. Τελικά, ντόπια ένοπλα τμήματα, ενισχυμένα και με ελληνικές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις, τον περικύκλωσαν στις αρχές του 1913 και τον εξόντωσαν. Με το επεισόδιο αυτό έκλεισε ο κύκλος της μακρόχρονης οθωμανικής κυριαρχίας. Έκτοτε η περιοχή Γρεβενών, ενσωματωμένη πλήρως στον κορμό του ελληνικού κράτους, ακολούθησε πια την τύχη ολόκληρης της Ελλάδας.