ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥ ΗΓΕΤΗ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
Ήταν για μένα ο καπετάν Φωτεινός
ένα μυθικό, ένα θρυλικό πρώσοπο με όσα άκουγα από μεγαλύτερούς μου για το αντάρτικο
στην ιδιαίτερη πατρίδα μου το Βόιο, και γενικότερα στη Δυτική Μακεδονία. Είχα
διαβάσει αρκετά από όσα, μάλλον μονόπλευρα, είχαν γραφτεί για τη μάχη του
Φαρδύκαμπου, μιά από τις σημαντικότερες της Εθνικής Αντίστασης, κατά γενική
αναγνώριση. Ελάχιστα, όμως, είχα διαβάσει για την Εθνική Αντίσταση στη Δυτική
Μακεδονία, που κράτησε ελεύθερες ολόκληρες περιοχές, αλλά και έκανε πολυμέτωπο
αγώνα για να αντιμετωπίσει εκτός από τον κατοχικό εχθρό και άλλες απειλές.
Απροσδόκητα την Άνοιξη του 1979
πήρα μέσω του δασκάλου Θανάση Γκουντρούφα έναν φάκελο που μου έστειλε από τις
Κυδωνιές των Γρεβενών ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός. Είχε μέσα ένα τετράδιο
με την εικόνα του Πούσκιν στο εξώφυλλο και ένα τετράστιχο του μεγάλου ποιητή
στα ρωσικά. Σ’ αυτό το τετράδιο με στρωτά καθαρά γράμματα ο Καπετάν Φωτεινός
περιέγραφε με λεπτομέρειες τη μάχη του Φαρδύκαμπου και μου ζητούσε να
δημοσιεύσω το κείμενο στην «Ελευθεροτυπία». Διάβασα προσεκτικά και ξεκαθάρισα
πολλά από όσα συγκεχυμένα είχα κατά καιρούς διαβάσει.
Επιμελήθηκα τη δημοσίευση του
κειμένου σε συνέχειες στην εφημερίδα, που άρχισαν από την 1η
Απριλίου 1979.
Έδινε η δημοσίευση τη δυνατότητα
κριτικής και ελέγχου της αξιοπιστίας του συγγραφέα Καπετάν Φωτεινού από όσους
είχαν πάρει μέρος στην περίφημη μάχη. Ήταν πολλοί αυτοί που ζούσαν τότε και
μπορούσαν να αντιδράσουν με μια επιστολή τους στην εφημερίδα, όπως συνήθως
συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν αμφισβητείται από άλλους, που
συμμετείχαν στα γεγονότα, η ακρίβεια της περιγραφής. Δεν αντέδρασε ούτε ένας αρνητικά
στην εξιστόρηση του Φωτεινού. Όλα τα σχόλια ήταν θετικά.
Στενός συγγενής μου ο αείμνηστος
δάσκαλος Ιωάννης Ατζάρης-σύζυγος αδελφής της μητέρας μου- έφεδρος ανθυπολοχαγός
στον πόλεμο της Αλβανίας, βενιζελικός και ακριβοδίκαιος, που πήρε μέρος στη μάχη
του Φαρδύκαμπου, διάβασε την εξιστόρηση του Φωτεινού και μου είπε: «Όλη η
οργάνωση ξεκίνησε απο το Τσοτύλι. Από εκεί ήρθαν και στη Νεάπολη και μας
κινητοποίησαν να πάμε να πολεμήσουμε τους Ιταλούς στον Φαρδύκαμπο. Επικεφαλής
ήταν ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος. Αυτός ήταν η ψυχή. Αυτά που έγραψε είναι αληθηνά
και σωστά. Τα περιέγραψε όπως εξελίχθηκαν και τα είδε ο ίδιος. Δεν τα
τροποποίησε κατά το συμφέρον του. Εμείς από τη Νεάπολη, από όπου είχαν φύγει οι
Ιταλοί και ήρθαν οι αντάρτες, κατεβήκαμε στο Μικρόκαστρο, όπου επικεφαλής στο
εκεί επιτελείο ήταν ο ταγματάρχης του στρατού Κοντονάσης Ιωάννης. Μετά τη μάχη
εμείς γυρίσαμε στα χωριά μας. Η ομάδα των ανταρτών με τον Κυρατζόπουλο, αυτοί
οι καπεταναίοι, πήραν τους Ιταλούς αιχμαλώτους και πήγαν στο Ζουπάνι. Είναι
δύσκολο το έργο του ιστορικού. Ο καθένας επηρεάζεται από τα προσωπικά του ή τα
κομματικά και τα λέει όπως θέλει. Γι΄ αυτό φημίζεται ο Θουκιδίδης ως ο
αντικειμενικός και αξεπέραστος ιστορικός.
Αυτή ήταν μια ακόμη μαρτυρία για τη
σωστή περιγραφή της μάχης από τον Φωτεινό, μαζί με άλλες και μου είπαν παληοί
αντάρτες, όταν επισκέφθηκα τη Νεάπολη. Το ίδιο θετικές ήταν οι αντιδράσεις,
όταν δημοσίευσα και ένα δεύτερο κείμενο του Καπετάνιου για την Εθνική
Αντίσταση.
Σε ένα γράμμα που μου έστειλε από
τις Κυδωνιές στις 22 Ιουνίου 1979 ο Φωτεινός έγραφε: «Αρκετοί μέχρι σήμερα
έχουν γράψει για την Εθνική Αντίσταση και ο καθένας απ’ τη σκοπιά του δίνει και
χαρακτηρίζει τα γεγονότα και το όλο ή εν μέρει έργο, σύμφωνα με την πολιτική
του τοποθέτηση ή και συμφέρον. Αν κάπως επιμένω στη δημοσίευση ορισμένων
γεγονότων και συμβάντων, αυτό γίνεται με σκοπό να διορθώσω και αποκαταστήσω
μερικές αναλήθειες και διαστρεβλώσεις που έχουν δημοσιευτεί. Και πιο πολύ να
κινήσω το ενδιαφέρον από κάθε πλευρά για να γίνει μία ολόκληρη μελέτη και
εκστρατεία, αν επιτρέπεται ο όρος αυτός, να φωτιστεί το όλο έργο της Εθνικής
Αντίστασης, να καταξιωθεί η αντίσταση σαν ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά
επιτεύγματα και να καταλάβει την πρέπουσα και εξέχουσα θέση στην πολιτεία».
Λίγο αργότερα ο Καπετάνιος κατέβηκε
στην Αθήνα, συναντηθήκαμε, τα είπαμε για λίγο και του εξέφρασα την ειλικρινή
μου χαρά που μου εμπιστεύθηκε κείμενά του και που γνώρισα από κοντά έναν θρύλο,
έναν καταξιωμένο από τους αγώνες του συμπατριώτη μου. Του υποσχέθηκα να τον
επισκεφθώ το καλοκαίρι στις Κυδωνιές στο χωριό του, όπου έμενε μόνιμα στο
πατρικό του σπίτι και επεξεργαζόταν τα απομνημονεύματά του.
Ανέβηκα στις Κυδωνιές, που είναι
ένα απο τα γραφικά Γρεβενοχώρια και πέρασα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μέρες
της ζωής μου, ακούγοντας τον Καπετάνιο να αφηγείται με σεμνότητα τη δράση του
στην Εθνική Αντίσταση, αλλά και να κρίνει με αυστηρότητα και έντονη πίκρα
πρόσωπα και γεγονότα, που ήταν η αιτία να μην καταξιωθεί ο λαϊκός
απελευθερωτικός αγώνας και οι αγωνιστές να βρεθούν καταδιωκόμενοι στο δρόμο
μιας προσφυγιάς σκληρής, γεμάτης απογοητεύσεις και καημούς για την πατρίδα και
τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε. Ο Καπετάνιος δε μασούσε τα λόγια του. Έλεγε
απλά και καθαρά αυτό που πίστευε, εκφράζοντας τη γνώμη των λαϊκών αγωνιστών,
όπως τα έλεγε και τότε με αποτέλεσμα να μείνει στο περιθώριο. Δεν ήταν η
γκρίνια της ήττας. Ήταν ο ίδιος καημός με εκείνον του στρατηγού Μακρυγιάννη,
που τον μνημόνευε ο Φωτεινός σε ένα από τα γραπτά του που μου είχε στείλει:
«Ποιός σας είπε, τους λέει, να σηκώσετε άρματα και να δυστυχήσετε;».
Διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του
Φωτεινού ο αναγνώστης, ιδιαίτερα εκείνος που γνωρίζει την ιστορία της
Αντίστασης, του εμφυλίου και τις μετέπειτα εξελίξεις, διαπιστώνει ότι ο
Καπετάνιος με την γενναιότητα του πολεμιστή δεν μασάει τα λόγια του ούτε και
στα γραπτά του. Γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο αυτό το βιβλίο έχει ιδιαίτερη αξία και
είναι μία σημαντική προσφορά στην έρευνα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου.
Πλουτίζεται με τα απομνημονεύματα
του Δημήτρη Κυρατζόπουλου-Φωτεινού η σχετικά φτωχή βιβλιογραφία για το
αντάρτικο στη Δυτική Μακεδονία και προσφέρεται στον ιστορικό αυτής της ηρωικής
αλλά ταυτόχρονα και τραγικής περιόδου, στοιχεία από πρώτο χέρι και κρίσεις
άδολες, ένα πλούσιο υλικό για μελέτη και αξιολόγηση. Αυτός άλλωστε ήταν και ο
στόχος του συγγραφέα και η επιθυμία του, που εκπληρώνεται με αυτήν την έκδοση.
Δείχνει ακόμη αυτό το βιβλίο ότι η
ιστορία διδάσκει, αλλά οι Έλληνες ως λαός δεν διδάσκονται. Γι΄αυτό και η
ιστορία επαναλαμβάνεται και επιβεβαιώνεται ο μέγας Θουκιδίδης που
κατηγορηματικά έγραψε οτι αυτά που συνέβησαν και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον
θα είναι όμοια ή παραπλήσια.
Αυτά που συνέβησαν στην επανάσταση
του 1821 επανελήφθησαν και με την επανάσταση της Εθνικής Αντίστασης, διότι
επρόκειτο για επανάσταση με αίτημα μια ελεύθερη, δημοκρατική Ελλάδα με τον λαό
κυρίαρχο στον τόπο του. Οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι που ξεκίνησαν τον αγώνα,
μπήκαν μπροστά και με την αναγνώριση του λαού αναδείχθηκαν ως η φυσική πολιτική
και στρατιωτική ηγεσία, την κρίσιμη ώρα βρέθηκαν στο περιθώριο μαζί με τα λαϊκά
οράματα. Δεν άξιζε τέτοια τύχη ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821, που
καπελώθηκε με μια ξενόφερτη μοναρχία, η οποία τσαλάκωσε τα δημοκρατικά
συντάγματα που ψήφισαν οι αγωνιστές στην Επίδαυρο, το Άστρος και την Τροιζήνα
και κυβέρνησε απολυταρχικά. Την ίδια τύχη είχε και ο απελευθερωτικός αγώνας στη
διάρκεια της κατοχής, ένας αγώνας από τους λαμπρότερους της ιστορίας, με
τεράστιες θυσίες και μεγάλα οράματα. Ο Φωτεινός διεξοδικά και με θάρρος
διατυπώνει τις θέσεις του που είχε διαμορφώσει συμμετέχοντας στα γεγονότα.
Μπορεί να διαφωνεί κανείς σε πολλά σημεία, αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει
την ανοιχτή πολιτική σκέψη του λαϊκού ηγέτη που ήρθε και σε ανοιχτή σύγκρουση
με τη στενή κομματική γραμμή, που διαμορφωνόταν εκτός του πεδίου των γεγονότων
και χωρίς άμεση και απευθείας επαφή με τον ίδιο το λαό, ενώ αυτός είχε το
δικαίωμα να καθορίσει την τύχη του συμμετέχοντας στις αποφάσεις. Γι’ αυτόν το
λαό, που πολλαπλά και από όλες τις πλευρές αδικήθηκε και υπέφερε, ενώ τόσα
πολλά πρόσφερε για την πατρίδα και την προκοπή της, έγραφε ο Δημήτρης
Κυρατζόπουλος-Φωτεινός ακατάπαυστα. Σε ένα γράμμα του, που μου είχε στείλει,
σειμείωνε, πως αν επιμένει στη δημοσίευση ορισμένων γεγονότων και συμβάντων,
αυτό γίνεται με σκοπό να διορθώσω και αποκαταστήσω μερικές αναλήθειες και
διαστρεβλώσεις, αλλά και από υποχρέωση στο λαό της Μακεδονίας και πιο πολύ προς
το λαό της Δυτικής Μακεδονίας που τόσα πολλά προσέφερε και υπήρξε ο λαός αυτός
όχι μόνο στην πρωτοπορία, αλλά κυρίως υπήρξε ο κύριος και σταθερός παράγοντας
στη νίκη του Εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου τόσο το 1940-41, άλλο τόσο και
περισσότερο στα χρόνια της κατοχής.
Με θάρρος ο Φωτεινός αναζητεί στο
βιβλίο αυτό τα αίτια της ήττας του αριστερού δημοκρατικού κινήματος, διπιστώνει
εξιστορώντας τα γεγονότα, ότι ο λαός και πίστεψε και πρόσφερε τα πάντα «όμως η
ηγεσία και η καθοδήγηση του αγώνα δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες αυτές του
λαού και των αγωνιστών, φάνηκε κατώτερη και ανάξια της εμπιστοσύνης με την
οποία την περιέβαλε ο λαός και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που το οδήγησε
στην ήττα και την παράδοση των όπλων, που τη θεωρούμε ατιμωτική».
Γνωρίζει, προβλέπει και γράφει ποιά
θα είναι η αντίδραση σ’ αυτές τις κρίσεις που θέτουν ένα τεράστιο θέμα για
διερεύνηση από την ιστορία. Αυτός προσφέρει με αυτό το βιβλίο την προσωπική του
μαρτυρία, αλλά και την αξιολόγηση γεγονότων και προσώπων. Η ιστορία θα τα
διασταυρώσει και θα μπορέσει να φωτίσει την αλήθεια, όταν θα ανοίξουν και τα
αρχεία που δυστυχώς, ακόμη μένουν κλειστά. Τότε με περισσότερη ασφάλεια θα
είναι δυνατό να καταλογισθούν ευθύνες προς όλες τις κατευθύνσεις και να
δικαιωθούν όσοι αδικήθηκαν στο όνομα της όποιας σκοπιμότητας.
Βίκτωρ Νέτας, 2003
Δημοσιογράφος