Το πρώτο αυτοκίνητο στο Πολυνέρι Γρεβενών (1932). |
Η ιστοριογραφία για την περιοχή των Γρεβενών κατά την περίοδο της
οθωμανικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα κατά τις πρώτες της φάσεις της είναι
απογοητευτική. Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός χαρακτήρας της κοινωνίας της
επαρχίας επηρέασε οπωσδήποτε την έλλειψη σαφών και αξιόπιστων μαρτυριών. Γι’
αυτό και οι περισσότεροι ερευνητές αρκούνται συνήθως στην αναζήτηση πληροφοριών
για την εκκλησιαστική ιστορία της επαρχίας ή στην επαναδιατύπωση των λαïκών
παραδόσεων για τη ζωή των κατοίκων κατά τα τελευταίους κυρίως αιώνες της
Τουρκοκρατίας. Μόλις κατά τα τελευταία χρόνια η περιοχή άρχισε να κεντρίζει το
ενδιαφέρον των ιστορικών με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η διαδικασία
αυτή βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια. Γι’ αυτό και δεν διαθέτουμε τα
απαραίτητα δεδομένα, ώστε να δώσουμε την εικόνα της ιστορικής συνέχειας της
επαρχίας μας. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι αρκετά ιστορικά στοιχεία
παρατίθενται σε άλλες ενότητες του βιβλίου αυτού, θα αρκεστούμε εδώ μόνο στη
σύντομη παρουσίαση της τελευταίας φάσης της Τουρκοκρατίας.
2. Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ (1827-1854)
Η περιοχή Γρεβενών, όπως και ολόκληρος ο πληθυσμός της ελληνικής
χερσονήσου, γνώρισε κατά τα χρόνια της Επανάστασης μια περίοδο χρόνιας
ανασφάλειας. Η κατάσταση εκείνη, που κράτησε χρόνια, οφειλόταν κυρίως στις
επιδρομές τουρκαλβανικών ομάδων, που διέτρεχαν ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της
Πίνδου, προκαλώντας με την ανεξέλεγκτη δράση τους καταστροφές στη γεωργία, την
κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία και το τοπικό εμπόριο.
Οι
οθωμανικές αρχές προσπάθησαν βέβαια να περιορίσουν το φαινόμενο: έτσι, τον
Ιούλιο του 1830 ο μέγας βεζύρης και Ρούμελη βαλεσή Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς
(Κιουταχής) κατάφερε με δόλο να εξοντώσει τους σπουδαιότερους ηγέτες των
ανταρτικών αυτών ομάδων στο Μοναστήρι. Αλλά οι αναστατώσεις θα συνεχιστούν και
στα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, θα συνδυαστεί και με τις αυθαιρεσίες των τοπικών
εκπροσώπων της οθωμανικής διοίκησης.
Το
γεγονός αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να ερμηνευθούν οι μετακινήσεις των
χριστιανικών κυρίως πληθυσμών της επαρχίας προς την Κεντρική και Ανατολική
Μακεδονία, τη Θράκη και την Ανατ. Ρωμυλία, αλλά και προς το ελεύθερο ελληνικό
κράτος και τη Διασπορά.
Η
μορφολογία εξάλλου του εδάφους, η δομή και οι επαναστατικές παραδόσεις της
τοπικής κοινωνίας ευνόησαν την εμπλοκή των κατοίκων στις αντιτουρκικές
προσπάθειες που επιχειρήθηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα, από την ύστατη φάση της ελληνικής επανάστασης ως τις παραμονές του
Μακεδονικού Αγώνα. Τις πρωτοβουλίες για την εμπλοκή αυτή τις αναλάμβαναν
παλαίμαχοι οπλαρχηγοί της περιοχής της Πίνδου και των Χασίων, που είχαν άλλωστε
διακριθεί και κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Δεσπόζουσα
μορφή στις πρωτοβουλίες αυτές ήταν ο Θεόδωρος Ζιάκας, γόνος παλιάς αρματολικής
οικογένειας. Ο Ζιάκας είχε επιχειρήσει το χειμώνα του 1827- με επιθέσεις στην
Καστανιά Καλαμπάκας και στους Νιγάδες Ζαγορίου- να προκαλέσει αναστάτωση στην
περιοχή με στόχο τη στήριξη του Καποδίστρια στον διπλωματικό του αγώνα για τη
διεύρυνση των συνόρων της υπό ίδρυσης ελληνικής επικράτειας. Η δράση του δε
σταμάτησε ούτε μετά την ανακήρυξη του νεοελληνικού κράτους: την άνοιξη του 1831
ο Ζιάκας και οι άνδρες του πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στα περίχωρα
των Γρεβενών. Τον επόμενο χρόνο επανέλαβαν την προσπάθεια, αλλά περικυκλώθηκαν
από τουρκικές δυνάμεις στο φαράγγι του Τσιούργιακα (ανάμεσα στα χωριά Πολυνέρι,
Αετιά και Αλατόπετρα) και μόλις και κατάφεραν με ορμητική νυχτερινή επίθεση να
αποφύγουν την αιχμαλωσία. Τελικά, το 1835 ο Ζιάκας αποσύρθηκε στην ελεύθερη
Ελλάδα, περιμένοντας νέα ευκαιρία για δράση. Μερικοί ωστόσο από τους παλαιούς
οπλαρχηγούς της περιοχής (όπως π.χ. ο Καταραχιάς, ο Τσάπος και άλλοι)
προτίμησαν να παραμείνουν στην Πίνδο, κινούμενοι συνήθως μεταξύ των ορεινών
όγκων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
3. Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1854
Η πρώτη σημαντική εξέγερση στη Δυτική Μακεδονία και στην περιοχή
Γρεβενών μετά την επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του
Κριμαïκού Πολέμου (1853-1856). Τον Φεβρουάριο του 1854 ο Ζιάκας ξεκίνησε με
αντάρτικο σώμα 300 ανδρών από τη Λαμία και, αφού πρώτα ξεσήκωσε τον κόσμο σε
μερικά χωριά των Αγράφων, πέρασε στη Θεσσαλία, για να ενισχύσει εκεί την
επαναστατική προσπάθεια του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Ο Ζιάκας πήρε μέρος με
τους άνδρες του στη νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της Καλαμπάκας στις αρχές
Μαΐου του 1854. Στην συνέχεια πέρασε στα παλιά του λημέρια, στην περιοχή
Γρεβενών, όπου επιχείρησε να δημιουργήσει ένα νέο μέτωπο, για να ανακουφίσει
την εξέγερση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Τελικά, στόχοι του δεν ήταν τα
τακτικά τουρκικά στρατεύματα, αλλα οι συμμορίες των τουρκαλβανών που
λυμαίνονταν ακόμα την περιοχή. Στις 10 Μαΐου, στη μάχη της Δημηνίτσας (σημερινό
Καρπερό), διέλυσε μια από αυτές τις συμμορίες, σώζοντας τους κτηνοτρόφους που
ανέβαιναν από τα χειμαδιά για τα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου. Μετά την
επιτυχία του αυτή ο Ζιάκας τοποθέτησε άνδρες του σε στρατηγικά σημεία μεταξύ
Γρεβενών και Μετσόβου (κοντά στα χωριά Τίστα, Σπήλιο, Μηλιά και Κρανιά).
Ύστερα
όμως από την αποτυχία του Θ. Γρίβα στο Μέτσοβο και την ανακατάληψή του από τον
Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο Ζιάκας απέμεινε πια μόνος του. Τελικά, συγκέντρωσε
τους άνδρες του και τους κατοίκους που είχαν συνεργαστεί μαζί του στο χωριό
Σπήλαιο, όπου προσπάθησε να αμυνθεί, όταν άρχισε η τουρκική αντεπίθεση. Παρά
τον ηρωισμό των ανδρών του, η αντίσταση δεν ήταν δυνατό να κρατήσει για πολύ.
Τελικά ο Ζιάκας αναγκάστηκε να δεχθεί τη μεσολάβηση των προξένων της Μ.
Βρετανίας και της Γαλλίας και ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσει με τους στενούς
του συνεργάτες για την ελεύθερη Ελλάδα. Τον ακολούθησαν και τα γυναικόπαιδα που
είχαν και δεν θέλησαν να επιστρέψουν στα χωριά τους, παρά τις διαβεβαιώσεις των
προξένων και των τουρκικών αρχών, ότι δεν θα πειραχθούν. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα
από προσφυγιά ενός χρόνου στη Λαμία, θα επιστρέψουν τελικά στα πατρικά τους
χώματα, για να στήσουν από την αρχή τα ρημαγμένα νοικοκυριά τους.
Η
κατάσταση, ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι δεινή εξαιτίας της δράσης των
λιποτακτών του Κριμαïκού Πολέμου που είχαν καταφύγει στην περιοχή των Γρεβενών.
Το ημερολόγιο του παπα-Νικόλα Κουκόλη μας προσφέρει αρκετές μαρτυρίες για τα
προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός των Γρεβενών και της Ανασελίτσας,
άλλοτε εξαιτίας των ανεξέλεγκτων ληστών και άλλοτε εξαιτίας των καταχρήσεων των
ίδιων των κυρίαρχων.
4. Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Με το πέρασμα, πάντως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα,
άρχισαν να εμφανίζονται μερικά ευοίωνα σημάδια και στην περιοχή των Γρεβενών.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις που άρχισαν να πραγματοποιούνται, με την επίβλεψη
των Δυνάμεων, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιούργησαν ελπίδες
για την ομαλοποίηση των συνθηκών διαβίωσης όλων των κατοίκων της χώρας,
ανεξάρτητα από θρησκεία και εθνότητα. Την περίοδο λοιπόν εκείνη επιχειρήθηκε
και στην επαρχία Γρεβενών η αναδιοργάνωση των κοινοτήτων (με την καθιέρωση
βιβλίων και καταστίχων, με απογραφές, τοπικά συμβούλια κ.λπ.) και ο
εκδυτικισμός ορισμένων τομέων της διοίκησης και της δικαιοσύνης.
Ο
πληθυσμός βέβαια της περιοχής εξακολουθούσε να είναι γεωργοκτηνοτροφικός.
Στα
πεδινά υπήρχαν τα τσιφλίκια των μουσουλμάνων αγάδων, στα οποία δούλευαν
ακτήμονες αγρότες. Στα ορεινά κυριαρχούσαν οι τσελιγκάδες και οι μικροκτηματίες
γεωργοί. Οι ακτήμονες ήταν κυρίως τσοπάνηδες στα κοπάδια των τσελιγκάδων, άλλοι
κατέβαιναν και δούλευαν στα κτήματα των Τούρκων αγάδων στον θεσσαλικό κάμπο,
στη Βέροια και στον Γιδά.
Αναπτυγμένη
ήταν στην ύπαιθρο η χρήση του νερού με τους νερόμυλους, τα πριόνια, τις
δριστέλες και τα μαντάνια, όπου γινόταν η επεξεργασία των μάλλινων υφαντών.
Λειτουργούσαν επίσης σε αρκετά χωριά (π.χ. στη Σαμαρίνα) εργαστήρια
μαχαιροποιίας, οπλοποιίας, αλλά και άλλες τοπικές βιοτεχνίες, όπως σιδεράδικα,
που καταγίνονταν με την κατασκευή γεωργικών εργαλείων και οικιακών σκευών.
Οι
μικροκαλλιεργητές εργάζονταν μαζί με τις οικογένειές τους. Η οικονομία λοιπόν
της περιοχής είχε κυρίως κλειστό χαρακτήρα. Η εμπορευματική παραγωγή είχε
υποτυπώδη μορφή και ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για ανταγωνιστική αγορά.
Ουσιαστικά, μόνο οι γυρολόγοι προμήθευαν τους αγρότες με ξένα προïόντα,
ανταλλάσοντάς τα με τυροκομικά, μαλλί, όσπρια, δημητριακά και δέρματα. Αυτά τα
προïόντα άλλωστε, μαζί με την ξυλεία, τα ζώα και κάποια βιοτεχικά είδη
(κυρίως από μαλλί), παρουσιάζονταν στις κατά τόπους εμποροπανηγύρεις, όπως του
«Αχίλλη» των Γρεβενών, του Μαυρονόρους, της Αγίας Μαρίνας Τσοτυλίου, της
Κόνιτσας, των Σερβίων και της Κοζάνης. Μερικά από τα προïόντα αυτά μεταφέρονταν
με τα καραβάνια των κυρατζήδων σε άλλες βαλκανικές χώρες ή ακόμα και στην
κεντρική Ευρώπη.
Στο
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πόλη των Γρεβενών κατοικούνταν από
2.000 χριστιανούς και 500 μουσουλμάνους, είχε 7 εκκλησίες, 2 τέμενη, 6 σχολεία,
8 χάνια χωρητικότητας 300 ίππων και 400 ανδρών και 15 κλιβάνους. Η ομώνυμη
διοικητική επαρχία είχε 16800 κατοίκους, 91 χωριά με τα σχολεία και τις
εκκλησίες τους. Την ίδια περίοδο η πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν δείγμα
ανοργάνωτης οθωμανικής πόλης της παρακμής: κακοχτισμένη, με έναν κεντρικό
δρόμο, με ξύλινα σπίτια και μερικά μοναχικά κονάκια, τα περισσότερα ερειπωμένα.
Ένα μέρος εξάλλου των κατοίκων ήταν διερχόμενα ή μόνιμα σταθμευμένα οθωμανικά
στρατεύματα. Γι’αυτό και οι αλάνες ήταν γεμάτες σκηνές, καταλύματα, φωτιές και
στρατιωτικά είδη, που στέγνωναν στον ήλιο, υπαίθρια μαγαζιά, πρόχειρα μαγειριά
και καφενέδες. Η εικόνα που παρουσίαζε έμοιαζε με στρατόπεδο, με τη συνηθισμένη
ακολουθία των ευκαιριακών επαγγελμάτων και των κάθε λογής μεταπωλητών. Το
καλοκαίρι την πόλη τη σακάτευε ο πυρετός και η δυσεντερία και το χειμώνα την πολιορκούσαν
τα χιόνια και οι λύκοι.
Με
τις αρνητικές αυτές προϋποθέσεις άρχισαν οι προσπάθειες για την οργάνωση
σχολείων και πολιτιστικών συλλόγων. Οι προσπάθειες (που γίνονταν με την
ενίσχυση του εθνικού κέντρου και των αποδήμων) αφορούσαν τόσο στα Γρεβενά, όσο
και στα χωριά της περιοχής. Προς τα τέλη του αιώνα παρατηρήθηκε πράγματι μια
σταδιακή βελτίωση της εκπαιδευτικής κατάστασης, αλλά και αισθητή ενίσχυση του
εθνικού φρονήματος των κατοίκων.
Η
εξέλιξη αυτή ήταν αναγκαία, επειδή στο μεταξύ είχαν αρχίσει να εμφανίζονται
στον ορίζοντα νέα προβλήματα. Στην περιοχή Γρεβενών τα περισσότερα από τα
προβλήματα αυτά τα δημιουργούσε η ρουμανική προπαγάνδα. Η αρχή έγινε με την
εμφάνιση το 1865 του Ελληνοδιδασκάλου Απόστολου Μαργαρίτη, που με την ανοχή των
οθωμανικών αρχών και τη στήριξη των Αυστριακών, άρχισε να περιοδεύει στα
βλαχόφωνα χωριά των Γρεβενών, μοιράζοντας χρήματα, βιβλία, γενναιόδωρες
υποτροφίες και άφθονες υποσχέσεις. Κύριος στόχος της ρουμανικής προπαγάνδας
ήταν οι κάτοικοι της Αβδέλλας, της Κρανιάς, του Περιβολιού, της Σαμαρίνας και
της Σμίξης.
Η
νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, που ξέσπασε στα 1875-1878, περιέπλεξε ακόμα
περισσότερο τα πράγματα. Στις δραματικές αλλαγές που προκαλούσαν οι εξεγέρσεις
στα Βαλκάνια, και η παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων, οι ελληνικοί
πληθυσμοί της Μακεδονίας δεν ήταν δυνατό να μείνουν αδιάφοροι. Οι αντιδράσεις
τους εκδηλώθηκαν είτε με έντονες παραστάσεις στους εκπροσώπους των Μεγάλων
Δυνάμεων είτε και με δυναμικές αντιτουρκικές ενέργειες. Στην επαρχία μάλιστα
των Γρεβενών και του Άνω Βοΐου το επαναστατικό κίνημα, που είχε ξεκινήσει στον
Όλυμπο και στα Πιέρια, συνεχίστηκε ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου, σε
μερικές περιπτώσεις ως το 1882. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί δρούσαν κατά το καλοκαίρι
στις περιοχές του Σμόλικα, της Βασιλίτσας, των Χασίων και του Βοΐου, και κατά
το χειμώνα στον νοτιοδυτικό Όλυμπο και στα ορεινά του Τυρνάβου και της
Ελασσόνας, σε περιοχές δηλαδή που είχαν άμεση σχέση με τη μετακίνηση του
κτηνοτροφικού πληθυσμού από τα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου στα χειμαδιά των
Θεσσαλικών πεδιάδων.
Μερικοί
από τους τοπικούς αυτούς αρχηγούς έγιναν κυρίως γνωστοί μέσω της λαïκής
παράδοσης. Ανάμεσά τους ο Λεωνίδας Χατζημπύρος από τη Σαμαρίνα και ο Γκαρέλιας
από το Δίστρατο. Ο Λεωνίδας, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής, επειδή είχε έρθει
σε ρήξη με τους Τούρκους για κτηματικές υποθέσεις στο Πραιτώρι της Λάρισας,
φυλακίστηκε στα Γιάννενα. Μετά την αποφυλάκισή του όμως (που συνέπεσε με την
κρίση του 1878), άρχισε τις επιδρομές εναντίον τουρκικών θέσεων. Τελικά, ύστερα
από έντονη ανταρτική δράση, ο Χατζημπύρος εγκλωβίστηκε την άνοιξη του 1881 στο
χωριό Βρογκίλιστα (Καλονέρι), κοντά στη Σιάτιστα, και ύστερα από άνιση μάχη με
τα οθωμανικά στρατεύματα, νικήθηκε και σκοτώθηκε.
Για
τον Γκαρέλια γνωρίζουμε ότι κατατρόπωσε σε ενέδρα, στην τοποθεσία Σκοτάδι, στο
δρόμο Σαμαρίνας-Δίστρατου, ομάδα 70 Τούρκων και Αλβανών στρατιωτών και ατάκτων
υπό τις διαταγές του Ισμαήλ αγά, διαβόητου τότε για τη ληστρική του δράση στην
περιοχή Γρεβενών. Πάντως, βασική πηγή πληροφοριών για το επεισόδιο αυτό είναι
το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι, που ακούγεται στα πανηγύρια των ορεινών
χωριών:
Δεν σ’άρεζαν ΄Σμαήλ αγά,
Δεν
σ’άρεζαν τα Γρεβενά,
Μον’
ήθελες και το Ντουτσκό,
Φούρκα
και Σαμαρίνα…
5. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Στην ταραγμένη περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών του 1878-1912 η
περιοχή Γρεβενών γνώρισε αρκετές περιπέτειες, αλλά χωρίς σοβαρές απώλειες για
τον Ελληνισμό. Εξάλλου, ο συμπαγής ελληνικός χαρακτήρας του πληθυσμού δεν άφηνε
πολλά περιθώρια στις ξένες προπαγάνδες. Πάντως, στη στήριξη της ελληνικής
υπόθεσης στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα συντέλεσε και η δράση των
αντάρτικων ομάδων, που ενισχύονταν με άνδρες και όπλα από το ελεύθερο ελληνικό
κράτος. Άλλωστε οι ορεινοί όγκοι που χώριζαν την επαρχία Γρεβενών από τη
Θεσσαλία άφηναν πολλά και ασφαλή περάσματα από τη μια επικράτεια στην άλλη στις
περιοχές Ελασσόνας, Τρικάλων και Καλαμπάκας. Τα περάσματα αυτά (που ο Γερμανός
Καραβαγγέλης τα ονομάζει «δρόμους των Γρεβενών»), επέτρεπαν την ανανέωση της
αντάρτικης δραστηριότητας για δεκαετίες.
Στα
1896, με πρωτοβουλία της «Εθνικής Εταιρείας», πέρασαν στη Δυτική Μακεδονία έξι
ανταρτικά σώματα με οπλαρχηγούς τους Αθ. και Τάκη Μπρούφα. Τα σώματα αυτά, αφού
αντιμετώπισαν με επιτυχία τα τουρκικά στρατεύματα στο Ξηρολίβαδο, διέφυγαν την
κατάλληλη στιγμή στη Θεσσαλία. Άλλες όμως ένοπλες ομάδες δεν είχαν την ίδια
τύχη. Στο Νιδρούζι, οι 40 άνδρες του Γούλα Κρούτα περικυκλώθηκαν από
δεκαπλάσιους αντιπάλους και αποδεκατίστηκαν, χάνοντας επιπλέον και τον αρχηγό
τους. Πάντως, το σώμα, αφού πρώτα ενισχύθηκε με την ομάδα του Π. Καρβέλα, συνέχισε
τη δράση του και μετά το θάνατο του Γούλα Κρούτα με επιχειρήσεις στο χωριό
Πλέσιανη (Μελίσσι). Αργότερα ο Καρβέλας επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα,
κατάρτισε νέο σώμα και πολέμησε και πάλι στην περιοχή Γρεβενών, μαζί με τον
Αλέξιο Λιτσόπουλο ή Βελούλα από το Καταφύγι Πιερίων και άλλους αντάρτες.
Αντάρτικο επίσης σώμα 55 ανδρών, με επικεφαλής τους παλιούς καπεταναίοους
Γιάννη Βελέντζα και Χρήστο Λεπενιώτη, έδρασε στα χρόνια 1893-1896.
Στην
ίδια περιοχή εξάλλου δρούσαν και μεμονωμένα αντάρτικα τοπικά σώματα, όπως του
Καταραχιά, του Ζαρκάδα, του Νταβέλη του νέου (Γιωργάκη Νταλή) και άλλων.
Αναφέρονται επίσης τα ονόματα και άλλων οπλαρχηγών (του Πλατή, του Βερβέρα
(συνεργάτη του Καρβέλα), του Ζέρβα, του Τσιάρη, του Καναβού, του Τ. Νάτσια, του
Β. Οικονόμου, του Βερζή, του Σπανού, του Ζορμπά, του Μπαλατσού, του Τσίρου, του
Ζάμπου και του Τσιάτσιου) που έδρασαν στη Βασιλίτσα, το Νιδρούζι, το
Λυκοκρέμασμα, τα Αναβρυτά, την Κρανιά, τη Μηλιά, τη Δεσκάτη, το Κηπουργιό και
άλλα μέρη της περιοχής. Κατά των ρουμανιζόντων έδρασαν επίσης στα βλαχοχώρια
Περιβόλι, Κρανιά, Βωβούσα, Αβδέλλα και Σαμαρίνα οι Ντίνος Σαράντης, Λεπενιώτης,
Χρ. Κουλούσιος, Λαχτάρας, Ζήσης Βράκας, Γιάννης Βελέντζας, Ευάγγελος Ακριβός
κ.ά.
Οι Τούρκοι βέβαια προσπάθησαν να ανακόψουν τη δράση τους με σκληρά μέτρα και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αλλά η συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού καθιστούσε το έργο των καταδιωκτικών αποσπασμάτων αρκετά δύσκολο. Οι οθωμανικές, πάντως, αρχές, συνέχισαν τις διώξεις εναντίον του ελληνικού πληθυσμού ακόμα και μετά την επικράτηση των Νεότουρκων (1909), φυλακίζοντας με διάφορα προσχήματα δασκάλους, ιερείς, κοινοτάρχες κτλ., που θεωρούνταν ότι ενίσχυαν το έργο των ανταρτικών ομάδων. Μερικοί από αυτούς καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις. Αποκορύφωμα των αντιδράσεων αυτών στην περιοχή Γρεβενών ήταν η δολοφονία του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη την 1/4 Οκτωβρίου 1911, στο χωριό Σνίχοβο.
Τελικά, ήρθε το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός, μετά την πρώτη σημαντική νίκη του στα στενά του Σαρανταπόρου, προέλασε προς τα βορειοδυτικά. Στις 15 Οκτωβρίου το ανεξάρτητο απόσπασμα του συνταγματάρχη μηχανικού Στ. Γεννάδη, αφού πρώτα απελευθέρωσε τη Δεσκάτη, πέρασε και κατέλαβε τα Γρεβενά. Αλλά μετά την αναχώρηση από την πόλη του ελληνικού στρατού (22 Οκτωβρίου), για την Πτολεμαΐδα, επανήλθε ο Μπεκίρ αγας, για να ρημάξει κυριολεκτικά με λεηλασίες ολόκληρη την περιοχή. Τελικά, ντόπια ένοπλα τμήματα, ενισχυμένα και με ελληνικές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις, τον περικύκλωσαν στις αρχές του 1913 και τον εξόντωσαν. Με το επεισόδιο αυτό έκλεισε ο κύκλος της μακρόχρονης οθωμανικής κυριαρχίας. Έκτοτε η περιοχή Γρεβενών, ενσωματωμένη πλήρως στον κορμό του ελληνικού κράτους, ακολούθησε πια την τύχη ολόκληρης της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου