Translate/Μετάφραση

8 Δεκ 2020

Σχετικές Παρατηρήσεις για την Ιστοριογραφία της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα

Για τη δεκαετία του 1940-1950, έχουν γραφτεί πολλά έργα από Έλληνες και ξένους μελετητές. Τα περισσότερα, την προσεγγίζουν επιφανειακά ή κάτω από το πρίσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων. Είναι πολιτικά και όχι ιστορικά. Μέσα από αυτά τα γραφόμενα παρακολουθεί κανείς το θανάσιμο μίσος που έσπειραν στη χώρα μας τα ξένα συμφέροντα, αλλά και το ντόπιο πολιτικό, οικονομικό, πνευματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που ρίζωσε στον τόπο μας μετά από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Οι «νικητές» είχαν και έχουν ως όπλο το χρήμα, που ρέει στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, γι’αυτό ό,τι γραφόταν ήταν καθαρή πολιτική και όχι ιστορία.

Παρουσιάζεται ως μία οργανωμένη “έρευνα”με καθηγητές πανεπιστημίου και επιλεγμένους πολιτικά μεταπτυχιακούς, με στόχο την πλαστογράφηση με “αυθεντικές” μαρτυρίες υπό μορφή “απομνημονευμάτων” των διάφορων δοσίλογων, για την απαλλαγή τους από το στίγμα της προδοσίας. Ξεχειλίζουν τα κοσμητικά υβριστικά επίθετα, με σκοπό να αμαυρώσουν την Εθνική Αντίσταση. Η απούσα από την Εθνική Αντίσταση παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, μετά τη φυγή τους από τη χώρα με την εισβολή των Γερμανών κατακτητών, για να αποκατασταθούν στην ελληνική πολιτική σκηνή και να σταθούν στην εξουσία μετά τον πόλεμο, επιστράτευσαν τους συνεργάτες των κατακτητών για τη φυσική εξόντωση των αντιστασιακών.

Ο ευκολόπιστος λαός με το βαθύ φιλικό αίσθημα στον συμμαχικό πόλεμο, πανηγύριζε με αποθεωτική υποδοχή τον νέο εισβολέα, χωρίς να αντιληφθεί τι τον περίμενε στο άμεσο μέλλον. Οι απόντες από την Εθνική Αντίσταση έγιναν παράρτημα του Foreign Affairs παρουσιάζοντας την Εθνική Αντίσταση ως μειοψηφία, δίνοντάς της έντεχνα στενό ιδεολογικό προσανατολισμό. Τη λαïκή εξουσία, αυτό το κύτταρο του λαού που βγήκε από τα σπλάχνα του κατά την περίοδο της Αντίστασης, το χαρακτήρισαν γενικά «εαμοκρατία», ένα κίνημα “ληστών και τρομοκρατών”, για να συνεχίσουν την αδυσώπητη προπαγάνδα και το μίσος με χαρακτηρισμούς «ληστοσυμμορίτες», «εαμοβούλγαροι» κτλ. Όμως, ακόμα και ο Woodhouse, αυτός ο πράκτορας της αγγλικής κατασκοπείας που υπονόμευσε το έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αναγνωρίζει ότι «το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έδωσε πράγματα στη χώρα που, ποτέ προηγούμενα, δεν είχε γνωρίσει».

Το πνεύμα που επικρατούσε το 1945, απεικονίζεται έντονα σε επιστολή του τότε αρχηγού του ΓΕΣ στρατηγού Ανδρέα Μπαλοδήμου προς τον γνωστό του και συνάδελφό του, συν/ρχη Γιάννη Μουστεράκη. Ο στρατηγός Μπαλοδήμος γράφει μεταξύ άλλων: «Θα πρέπει να είμαι αδιάλλακτος εναντί σου απλώς και μόνον διότι εντάχθης με μια μερίδα του κόσμου η οποία κατέστρεψε την πατρίδα μας, δια την οποίαν τόσον εσύ όσον και εγώ θυσιάσαμεν την ύπαρξή μας…». Την Εθνική Αντίσταση, λοιπόν, της απόλυτης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ενάντια στους κατακτητές, τη θεωρεί καταστροφική για την πατρίδα…

Είναι όμως χαρακτηριστική η απάντηση του συν/ρχη Μουστεράκη:

«Αγαπητέ Ανδρέα, έχω τόσα πολλά να σου πω αλλά προς τι; Χωρίς κακοφανισμό για όσα σου γράφω σαν φίλος προς φίλο, ούτε το περιβάλλον στο οποίο πέρασες την εποχή του κατακτισμού και ζεις από τότε, υπάρχει ελπίς να σε αφήσουν να εννοήσεις. Παρά ταύτα θα απαντήσω σε μερικά σημεία. Εγώ ετάχθηκα και συνεργάσθηκα ειλικρινώς με την μερίδα εκείνη του κόσμου όπως γράφεις που πολέμησε αδυσώπητα, χωρίς κανέναν ποτέ συμβιβασμό, χωρίς καμιά ανάπαυλα τους κατακτητές. Κατά ποίαν ιστορίαν, κατά ποίαν παράδοσιν, κατά ποίαν λογική, κατά ποίαν ηθικήν η μερίδα αυτή του κόσμου (κατέστρεψε την πατρίδα) που γράφεις; Αν κατά την λογικήν και ηθικήν της παρέας Τσολάκογλου, Ράλλη και του Κολωνακίου ή των ευφυών που χωρίς αγώνες και κινδύνους, αλλά με κάθε ατιμίαν και προδοσίαν, εκέρδισαν αξιώματα και πλούτη ή ακόμη των πολιτικάντηδων που σαν να μην ηρκούν τα περασμένα κακά που έκαμαν στην Ελλάδα αξιούν κι αυτοί χωρίς αγώνες και κινδύνους να συνεχίσουν το φθοροποιό γλέντι τους, τότε έχεις δίκιο. Σε όλους όμως τους αγώνες της Ελλάδας που εγώ έλαβα μέρος δεν συνάντησα ποτέ κανέναν από αυτούς που μπορούν να σου δώσουν δίκαιο. Εσύ τους συνάντησες; Και στον αγώνα εκείνον τον τελευταίο κατά των καταχτητών πάλιν τους ίδιους που συμπολέμησα και στους προηγούμενους βρήκα, τους αγρότες, τους γεωργούς, τους εργάτες, τους μικροαστούς, τους μικροϋπαλλήλους, αρκετούς διανοούμενους καλλιτέχνες ιδεολόγους. Μα καθοδήγησαν αυτούς οι αγωνισταί κυρίως από τους κομμουνιστές! Αυτό είναι λάθος ή βάρος των κομμουνιστών; Αυτό έκαμε όλους κομμουνιστές; Αυτό υπήρξε έγκλημα; Τέτοια μπορούν να ισχυρίζονται μόνον όσοι αισθάνονται εαυτούς ενόχους».

Χαρακτηρίζοντας αυτήν την περίοδο, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Μανώλης Γλέζος γράφει: «Όλοι οι συγκρατούμενοί μου, οι έφηβοι της κατοχής, πιστοί στου χρέους το κάλεσμα, στο προσκλητήριο της σκλαβωμένης πατρίδας, προσήλθαν και κατατάχθηκαν στις αντιστασιακές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ. Πολέμησαν για τη λευτεριά της. Κι όμως τώρα, με την ταμπέλα του «εγκληματία», του «προδότη» καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν. Με τη βοήθεια του λεκτικού συμβολισμού η Εθνική Αντίσταση βαφτιζόταν και μετατρεπόταν σε «προδοσία» και η συνεργασία με τον κατακτητή, σε «υπεράσπιση των ιδανικών της φυλής».

Ο καθηγητής Γεώργιος Αθανασιάδης που έζησε τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής, 1941-1944, γράφει σχετικά: «Στην τετράχρονη άμεση επαφή μας με τους Άγγλους και με τους πολιτικούς της υποτέλειας, αποκτήσαμε τη σκληρή και οδυνηρή πείρα της εχθρότητάς τους προς την Ελληνική Εθνική Αντίσταση. Κυρίως κατά την τελευταία χρονιά (από τον Ιούλιο του 1943 ως τον Απρίλιο του 1944) τους βλέπαμε πια σα φανερούς εχθρούς του Ελληνικού λαού, σαν αρνητές και υπονομευτές των πραγματικών σκοπών του συμμαχικού αγώνα».

Από την άλλη όχθη, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, δεν κατάφερε να προστατέψει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα από την παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία και τους Άγγλους κατακτητές, κάτι το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει, συμβάλοντας με τα λάθη της σε μια κατάσταση, την οποία πλήρωσε πολύ ακριβά ο λαός μας και πρώτα απ΄όλα η πρωτοπορία του, τα νιάτα του Έπους του 1940-41 και της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944.

Οι ηγέτες του ΚΚΕ δεν σκέφτηκαν καν τα λόγια του Βουκμάνοβιτς Τέμπο στο Τσοτύλι, ως προς την αντιμετώπιση των Άγγλων: «Όταν οι Άγγλοι σας φέρονται όπως σας φέρονται, πώς τολμάτε να συνεννοείστε μαζί τους;».

Την ιστορία τη γράφουν και την ξαναγράφουν οι “νικητές” και εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, και από την κρίσιμη δεκαετία 1940-1950 νικητές βγήκαν η ολιγαρχία και ο δοσιλογισμός. Ο μεγάλος ηττημένος ήταν ο λαός και το μεγάλο λαϊκό κίνημα, που υπό συνθήκες ξένης κατοχής επιχείρησε να αλλάξει τη ζωή του τόπου.

Η ολιγαρχία συγκρότησε τη μεταπολεμική Ελλάδα πάνω στον μύθο του «προδοτικού» ΚΚΕ, με τους χιλιάδες απλούς κομμουνιστές που εντάχθηκαν στο κίνημα για την απελευθέρωση της πατρίδας.

Μα και κατά τον επαναπατρισμό της, μετά το 1975, η πολιτική προσφυγιά δέχτηκε την πιο σκληρή εκδικητική συμπεριφορά από το κράτος των απογόνων του δοσιλογισμού.

Η τελευταία πράξη του κατεστημένου ήταν η καταστροφή των προσωπικών φακέλων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Έπρεπε να εξαφανιστεί η αγωνιστική τους δράση και κάθε ίχνος «αγωγής» των ανθρώπων αυτών στον «Παρθενώνα» της Μακρονήσου, του Αη Στράτη και των άλλων στρατοπέδων συγκέντρωσης των αγωνιστών της εθνικής ανεξαρτησίας.

Με τον καιρό, οι διάφοροι χαρακτηρισμοί ξεθώριασαν, δεν πιάνουν πια στους σημερινούς νεοέλληνες. Προσπαθούν να γίνουν πειστικοί με άλλες μεθόδους, μισοαναγνωρίζοντας την Εθνική Αντίσταση, χωρίς ακόμα όχι μόνο να καταδικάσουν τον δοσιλογισμό, αλλά και και να τον αμοίβουν με τη μορφή ακαδημαϊκών παροχών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την άλλη, για το πώς αντιλήφθηκαν την αποκατάσταση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης οι αντιστασιακοί, αποτελεί το σκωπτικό ποίημα του αγωνιστή Θανάση Γούλκα από τα Γρεβενά.

«ΤΑ ΔΕΟΝΤΑ»
(και η άσβεστη ελπίδα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης) 

Η πρόνοια στέλνει δέοντα...
Ο Αγωνιστής ελπίζει: 
Είναι τα δύο θέματα 
Στο ποίημα π’αρχίζει. 

Εγώ εστίν η Πρόνοια
Σε κάθε επαρχία, 
Σ’όλους δείχνω συμπόνοια 
Όμως με …Ιεραρχία. 

Πρώτ’ έρχονται οι έχοντες 
Τα τρία ΜΜΜ…τα μέσα, 
Μετά οι Εθνικάρχονες 
Και τρίτοι χ..στα μέσα 

Παμπάλαια βέβαια Αρχή
Με ευλάβεια την τηρούμε, 
Και τώρα με την ΑΛΛΑΓΗ 
Φτύστε …μην βασκαθούμε. 

Και άκου: Εγώ τα λέω ντεκλαρέ
Και προνοιο-σταράτα, 
Τι ΑΛΛΑΓΗ, τι άλλα- ή, ρε 
Ούτε ζημιά, ούτε γάτα 

Όμορφα λόγια που βροντούν 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ-ΒΟΗΘΕΙΕΣ... 
Οι αριθμοί να ευημερούν 
Είναι… παλιές συνήθειες. 

Ξύσου καημένε Αγωνιστή 
Μόνο σου, που σε τρώει 
Η παροιμία η λαϊκή 
Το λέει σαν μοιρολόι. 

Κι όποιος ελπίζει-καρτερεί, 
Δέοντα να του δώσεις, 
Και πες του…να μας συμπαθεί 
Γι’αυτές τις…διορθώσεις. 

Βλέπω καμπόσους σκευτικούς, 
Μήπως πολλά γυρεύεις; 
Πολλά κεράσια όταν ακούς… 
Μικρό καλάθ’ να παίρνεις 

Σακάτης είσ’κι απόκληρος 
Μα όπως λάχει γιατρέψου, 
Γιατί ο λαχνός ολόκληρος 
Έπεσε, ΣΤΟΠ. Να μη σε μπερδέψω. 

(Ο Μπαρμπαθανάσης μας θύμισε τον Αλέξανδρο Σούτσο στον «Ψωμοζήτη»)

Την Εθνική Αντίσταση του αγωνιζόμενου λαού ενάντια στον κατακτητή, προσπαθούν να τη στενέψουν, δίνοντάς της στενό ιδεολογικό κομμουνιστικό περιεχόμενο. Έτσι μόνο μπόρεσαν και μπορούν να δικαιολογήσουν την αποκατάστασή τους στην εξουσία και την επαναφορά της εξάρτησης στα γνωστά κέντρα υποδούλωσης. Ο Dominique Eudes με σαφήνεια περιγράφει τα βασικά προβλήματα της Εθνικής Αντίστασης, τις δυνάμεις εκείνες, εσωτερικές και εξωτερικές που την πολέμησαν και την ανέτρεψαν, αλλά και της στρατηγικής των πολιτικών ηγετών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.

Γεγονότα, τα οποία δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ολότελα, αποκρύπτονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μπορούν να επιδράσουν πολιτικά στη σημερινή νέα γενιά και στο ευρύτερο κοινό. Θεωρούν τα πολιτικά απόβλητα της προπολεμικής περιόδου, ως επίσημες κυβερνήσεις της Ελλάδας, που με τη φυγή τους στο Κάιρο και την υποταγή τους στα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού, είχαν χάσει κάθε νομική υπόσταση. Τσάκισαν τον στρατό μας στη Μέση Ανατολή (πεζικό, ναυτικό και αεροπορία). Τον απόσπασαν από τον συμμαχικό πόλεμο, υποτάσσοντάς τον στα βρετανικά συμφέροντα της Μέσης Ανατολής. Για την επιστροφή τους στην εξουσία ,το παλάτι και η κυβέρνηση του Καΐρου έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τον στρατό. Γι’αυτό έκαναν την επιλογή με καθαρά ταξικά πραιτωριανά κριτήρια. Πάνω από 20 χιλιάδες μαχητές δημοκράτες αντιφασίστες κλείστηκαν στα στρατόπεδα της ερήμου της Αφρικής και όσοι επέζησαν, τους επέτρεψαν να γυρίσουν στην πατρίδα το καλοκαίρι του 1945, όταν η Εθνική Αντίσταση είχε ηττηθεί.Το μόνο που απασχολούσε τους φυγάδες ήταν, το πώς θα αποκατασταθούν στην εξουσία μετά την απελευθέρωση, γι’αυτό έπρεπε να αλλάξουν την κοινωνική αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Έτσι έγιναν τμήμα του Foreign Affairs, εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές του Winston Churchill. Η ξενόδουλη πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πνευματική ολιγαρχία, μόνο με την κυριαρχία του αγγλικού ιμπεριαλισμού θα μπορούσε να αποκατασταθεί στην εξουσία. Η ασταθής πολιτική της ΕΑΜικής ηγεσίας και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων συνέβαλε στη νεκρανάσταση του παλαιοκομματικού κατεστημένου και στην αποκατάστασή του. Τα όνειρα και οι ελπίδες των αγωνιστών, έσβησαν από τους πολιτικούς, που πήραν το τιμόνι της εξουσίας στα χέρια τους μετά την απελευθέρωση της χώρας, γυρίζοντάς τη στην οπισθοδρόμηση.

Η κατεύθυνση αυτή στην ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται ως «συνωμοσία της σιωπής». Αποσιωπούνται οι συνθήκες που επέβαλαν οι κατακτητές στη χώρα μας, οι οποίες δημιούργησαν το έδαφος πάνω στο οποίο ξεφύτρωσε η πολιτική της κατοχικής περιόδου. Δεν αναλύεται η κατοχή, σαν καταλύτης του προπολεμικού κράτους της υποτέλειας και της καταπίεσης και περισσότερο, ο ρόλο αυτών πριν τον πόλεμο. Αποσιωπούνται μια σειρά απρόβλεπτες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, όπως, η κατάρρευση των δομών, η αποσύνθεση των κατεστημένων συστημάτων εξουσίας και σκέψης, το σάρωμα των πελατειακών σχέσεων, που οδήγησαν την ίδια την κοινωνία σε πεδίο μάχης, μέσα από το οποίο δημιουργήθηκαν διάφορα ρεύματα και τάσεις.

Η ιστοριογραφία του κατεστημένου έχει ως στόχο την παραποίηση της Εθνικής Αντίστασης, την παρουσίασή της ως μειοψηφούσας δύναμης. Έχρισε ως ιστορικούς τους δημοσιογράφους, οι οποίοι από προκαθορισμένη θέση, οδήγησαν στην «απόλυτη πόλωση» του «νικητή» με τον «ηττημένο». Έπρεπε να παρουσιάσουν ως κίνδυνο της χώρας τον κομμουνισμό. Σκόπιμα αγνοούν τον βασικό μοχλό της Αντίστασης - το λαό της κατοχικής περιόδου -, παρατημένο και ξεχασμένο από την άρχουσα τάξη, στο λήθαργο της καθυστέρησης και της υπανάπτυξης. Θα χρειαστούν δεκαετίες για να μπορέσει ο λαός να καλύψει τα χαμένα χρόνια της “πολιτικής ήττας”.

Αυτή η κατεύθυνση της ιστοριογραφίας αποφεύγει μεθοδικά την κοινωνική προσέγγιση. Κινείται με κατευθυνόμενες τάσεις, με προσπάθειες «επιστημονικοφανών προσεγγίσεων», μέσα στη σφαίρα των παλαιοκομματικών ερίδων. Δίνει στο πλατύ αντιστασιακό δημοκρατικό κίνημα, στενή ιδεολογική απόχρωση υποστηρίζοντας πως χάρη στην αγγλοσαξονική επέμβαση σώθηκαν τα δημοκρατικά ιδεώδη του ελεύθερου κόσμου στη χώρα μας. Προσπαθεί να απαλλάξει την αστική πολιτική ηγεσία, την κύρια υπεύθυνη για τα τραγικά γεγονότα. Το ψέμα χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από την κυρίαρχη πολιτική τάξη. Άλλωστε ο Τσωρτσιλ είχε πει ότι «ένα ψέμα έχει κάνει το γύρο του μισού πλανήτη, προτού η αλήθεια προλάβει να φορέσει το παντελόνι της». Ας θυμηθούμε και αυτό που ο Τσάμπερλεν, το 1924, αναγνώριζε στη Βουλή των Κοινοτήτων, ότι «υπάρχουν πολυάριθμοι πλαστογράφοι σ΄όλο τον κόσμο, που ετοιμάζουν πλαστά διπλωματικά έγγραφα». Οι πρακτικές αυτές είναι γνωστές και στις μέρες μας με τους παραχαράκτες της ιστορίας να αναφέρονται σε έγγραφα, τα οποία φιλοδοξούσαν να δείξουν πως ο Λένιν ήταν πράκτορας επ’αμοιβή της Γερμαικής Αυτορατορίας. Τον Σεπτέμβριο του 1918, αμερικανικές εφημερίδες, παρουσίασαν αυτά τα πλαστά έγγραφα, τα οποία θέλησαν να τα πουλήσουν στον συν/ρχη Ρόμπινς, πρόεδρο του Ερυθρού Σταυρού. Ο Ρόμπινς αμέσως αναγνώρισε ότι ήταν ψεύτικα. Τα αγόρασε ο Έντγκαρ Σίσσον και τα δημοσίευσε. Οι πλαστογράφοι απέκτησαν διεθνή φήμη. Το 1956 ο Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός Τζορτζ Κένναν απέδειξε την πλαστότητά τους. Η αποκατάσταση της αλήθειας, δυστυχώς, έρχεται πάντα αργά.

Είναι έντονη η κυριαρχία της αντίληψης ότι οι μεγάλες δυνάμεις ενέταξαν την Ελλάδα στην επιρροή της Δύσης και κάθε προσπάθεια διαφορετικής πορείας ήταν αδύνατη. Όταν ο στρατάρχης Αλεξάντερ, αρχηγός στην Ανώτατη Διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ρωτήθηκε για τα στρατιωτικά πράγματα στην Ελλάδα, απάντησε στον Τσώρτσιλ: «Εις απάντησιν, του από 19 Δεκεμβρίου μηνύματός σας επιθυμώ κυρίως να καταστήσω υμάς ενήμερον της πραγματικής καταστάσεως, ως και περί του τι δυνάμεθα να πράξωμεν και τι όχι. Τούτο μου επιβάλλει το καθήκον μου. Πρέπει να γνωρίζετε τη δυναμικότητα των βρετανικών εν Ελλάδι δυνάμεων, και ποίας ενισχύσεις θα ηδυνάμην να στείλω εκ του ιταλικού μετώπου εάν αι περιστάσεις μι ηναγκάζουν να το πράξω. Επί τη υποθέσει ότι ο ΕΛΑΣ θα εξακολουθεί τον αγώνα, κρίνω ότι θα ήτο δυνατόν να εκκαθαρίσωμεν την πεδιάδα της Αττικής και τας πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς και μετά ταύτα να τας κρατήσωμεν ασφαλώς, αλλά τούτο δεν θα εσήμενε την ήτταν και την συνθηκολόγησιν του ΕΛΑΣ. Δεν έχομεν αρκετάς δυνάμεις δια να προχωρήσωμεν πέραν τούτου και να διεξαγάγωμεν επιχειρήσεις εις την υπόλοιπον Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την κατοχήν διετήραν εις την ηπειρωτικήν Ελλάδα πέντε έως εξ μεραρχίας, εκτός τεσσάρων άλλων αίτινες ήσαν εγκατεσπαρμέναι εις τας νήσους. Τους ήτο, παρ’όλον τούτο, αδύνατον να έχουν μεταξύ των μονάδων των αδιάλειπτον επαφήν, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμεν ολιγότερον σθεναράν και αποφασιστικήν αντίστασιν από όσην αντιμετώπισαν εκείνοι. Πιστεύω, εν καταλήξει, ότι γνωρίζετε ότι πάντοτε πράττω παν το δυνατόν δια την εκτέλεσιν των αποφάσεών σας, αλλ΄διακαώς ελπίζω ότι θα κατορθώσετε να εξεύρετε μίαν πολιτικήν λύσην εις το ελληνικόν πρόβλημα, δεδομένου ότι είμαι πεπεισμένος ότι περαιτέρω στρατιωτικαί ενέργειαι μετά την εκκαθάρισιν της περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, είναι υπεράνω των δυνάμεών μας».

Αυτή ήταν η κατάσταση ακόμα και τον Οκτώβρη του 1944, παρά την αλυσίδα των λαθών της Εαμικής ηγεσίας απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό και την ελληνική ολιγαρχία.

Την περίοδο που συνεχιζόταν ο Β΄Παγκόσμιος πόλεμος, δεν υπήρχε δύναμη να επιβληθεί στον ΕΛΑΣ με την καθιερωμένη λαϊκή εξουσία, ριζωμένη σχεδόν σε όλη την ελληνική επικράτεια, η οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε πάνω στα συντρίμμια του κράτους της υποτέλειας και της καταπίεσης. Ακόμα και η τρίχρονη εμφύλια τραγωδία, με ένα τμήμα της Εθνικής Αντίστασης αφοπλισμένο και κυνηγημένο , ανατρέπει αυτές τις απατηλές και προδοτικές θεωρίες. Η Εθνική Αντίσταση ηττήθηκε από την ηττοπάθεια της πολιτικής ηγεσίας και όχι στρατιωτικά. Η θεωρία των σφαιρών επιρροής ήταν η εύκολη εξήγηση που βόλεψε πολλούς. Για την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ αυτή την περίοδο, σημαντική πηγή αποτελεί το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου, “Άρης Βελουχιώτης. Το χαμένο Αρχείο-Άγνωστα κείμενα. Η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, 1941-1945”. Μέσα από τα ντοκουμέντα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, φαίνεται η αιχμή στις διαφωνίες των δύο πολιτικών κατευθύνσεων, στην ηγεσία του ΚΚΕ και στην Εαμική εθνική αντίσταση. Γιατί δεν αναζητήθηκαν τα πραγματικά αίτια της κατάρρευσης της μεγάλης εποποιίας, τα οποία η ίδια δημιούργησε και γιατί έδωσε νομική υπόσταση στη φυγόπονη, φυγόμαχη και ενδοτική ολιγαρχία του Καΐρου, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Η βασιλόφρονη κυβέρνηση του Καΐρου, δεν έκανε καν τον κόπο να στείλει αντιπρόσωπο στην αγωνιζόμενη Ελλάδα για την διαπραγμάτευση και την υπογραφή διάφορων συμφωνιών με τις αντιστασιακές οργανώσεις του Βουνού. Για λογαριασμό της διαπραγματευόταν και υπέγραφε ως εκπρόσωπός της, ο αρχηγός της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής (ο αρχιπράκτορας Κρις)! Απορεί κανείς για τη σιωπή και τη στάση των ηγετών της Αντίστασης, για το πώς δέχονταν μια τέτοια εκπροσώπηση, χωρίς καμιά φωνή αντίδρασης. Πολύ περισσότερο, όταν πίσω τους είχαν την εποποιία του ‘40, η οποία διέψευσε την ιεραρχία, - κυβέρνηση και παλάτι, - η οποία, θυσιάζοντας το εθνικό συμφέρον στο φασιστικό πνεύμα, καλλιεργούσε την ηττοπάθεια και τη γενική ιδέα για μια μικρή αντίσταση για την τιμή των όπλων, πριν την συνθηκολόγηση. Η προπαγάνδα της ηττοπάθειας ήταν πολύ έντονη ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες του 1940. Για πρώτη φορά ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε στρατό ευρωπαϊκής δύναμης, εφοδιασμένο με σύγχρονα πολεμικά μέσα, άρματα μάχης και αεροπορίας, ενώ ο ίδιος διέθετε εντελώς περιορισμένα μέσα άμυνας. Δίπλα του είχε ατέλειωτες σειρές χωρικών από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, που κινούνταν διαρκώς μέρα και νύχτα στα απόκρημνα και χιονισμένα βουνά, μεταφέροντας στις πλάτες τους πυρομαχικά και τρόφιμα.

Στις 18 Απριλίου του 1941 αλλάζει η εξωτερική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, όταν πια οι Βρετανοί με πρωθυπουργό τον Τσουδερό και τον βασιλιά Γεώργιο ελέγχουν απόλυτα την πολιτική της. Στη νέα σύνθεση της εξόριστης κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Εμμ.Τσουδερό, οι Άγγλοι δεν αφήνουν ίχνος αμφιταλάντευσης στην πολιτική τους. Ερχόμαστε τώρα να ρωτήσουμε, πώς οι “δημοκράτες” πολιτικοί αξιοποίησαν τους καρπούς του “ΌΧΙ” και της αντίστασης του λαού μας στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο; Πώς οι «δημοκράτες» πολιτικοί αξιοποίησαν τους επαίνους εχθρών και «συμμάχων» στο τραπέζι των ειρηνικών διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του πολέμου;

Τρεις φορές σε απευθείας επαφή με τους Άγγλους, στις 14-15 του Γενάρη, στις 22 του Φλεβάρη και στις 2-4 του Μάρτη 1941, η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε τις βρετανικές προτάσεις σχετικά με την αποστολή ελάχιστων βρετανικών δυνάμεων στη Μακεδονία, οι οποίες δεν θα παίζαν κανέναν αποτελεσματικό ρόλο κατά την επίθεση των Γερμανών. Μάλιστα, στο υπόμνημά του στις 18 του Γενάρη, ο Μεταξάς και στις 8 του Φλεβάρη ο Κοριζής, εμμέναν στην αρχική θέση, ότι για να εξασφαλιστεί η άμυνα της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να ενισχυθούν το ταχύτερο με εννέα βρετανικές μεραρχίες, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε να διαθέσει δύο ή τρεις μεραρχίες. Ο Μεταξάς απέρριψε τη Βρετανική πρόταση, γιατί θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, θα παρείχε στους Γερμανούς το επιχείρημα της επιτάχυνσης της κάθοδου από την Ρουμανία στη Βουλγαρία και την επίθεση κατά της Ελλάδας. «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσομεν, εκτός εάν η Μεγάλη Βρετανία θα ηδύνατο να μας παράσχη εις Μακεδονίαν την απαιτουμένην βοήθειαν. Εξεθέσαμεν διά μακρόν εις τον στρατηγόν Ουέιβελ ποια θα έπρεπε να είναι η έκταση της βοήθειας αυτής».

Τα γεγονότα αυτά μας κάνουν να αναρωτηθούμε, τι είδους διαπραγματεύσεις έκαναν οι «δημοκράτες» της κυβέρνησης του Καΐρου με τους ΄Αγγλους στη διάρκεια της κατοχής, αλλά και οι ηγεσίες των αντιστασιακών οργανώσεων του βουνού, όταν δέχονταν ως διαπραγματευτή για την «ελληνική δημοκρατική» κυβέρνηση του Καΐρου τον Άγγλο πράκτορα Κρις...

Η κοινωνική και πολιτική ζωή που διαμορφώθηκε μετά τον εμφύλιο, ήταν επόμενο να ρυθμίζει τις πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες του λαού μέχρι τις μέρες μας. Μέχρι το 1974 «ο εμφύλιος ήταν πανταχού παρών χωρίς να φαίνεται πουθενά». Σε συνεντεύξεις που έπαιρνα για την μετεμφυλιακή κατάσταση στη χώρα, η απάντηση ήταν πανομοιότυπη:

«Εσείς φύγατε, γλυτώσατε, εμείς να δεις τι τραβήξαμε…». Ξεδιπλώνονται αφηγήσεις για τη βαρβαρότητα των μπράβων σε κάθε χωριό. Με την ανοχή των αρχών, ξυλοκοπούσαν τους δημοκρατικούς πολίτες, που τους χαρακτήριζαν κομμουνιστές. Εκατοντάδες απλοί χωρικοί αγωνιστές του ΕΛΑΣ από τα χωριά του ορεινού όγκου της περιοχής Γρεβενών, που υπάγονταν στην Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πολυνερίου, βασανίστηκαν μέχρι θανάτου στα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Μπροστά στα μάτια μου πετροβόλησαν και σκότωσαν τον γερο Λιάκο, από το χωριό Μέγαρο Γρεβενών, ο οποίος είχε έρθει στο Πολυνέρι να θεωρήσει την ταυτότητά του, τον Ιούλιο του 1946...

Με την πάροδο του χρόνου, κυρίως μετά το 1974, βγήκαν στο φως νέες πηγές. Αρκετές εργασίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, ρίχνουν άπλετο φως σε πολλές σκοτεινές πτυχές της ιστορίας των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, για την τραγική αυτή περίοδο της νεότερης ιστορίας. Παραπέμπω σε μερικές από αυτές στις υποσημειώσεις.. Εδώ θα πρέπει να χαρακτηρίσω εγκληματική απέναντι στην ιστορία, την πράξη πολτοποίησης των προσωπικών φακέλων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Οι απόγονοι των δοσιλόγων έπρεπε να εξαφανίσουν κάθε ίχνος στοιχείων δωσιλογισμού και υποτέλειας στα ξένα αφεντικά, τα οποία υπηρετούν με δουλοπρέπεια.

Τα γεγονότα και οι εξελίξεις της χαμένης δεκαετίας στην Ελλάδα δεν έπαψαν να προκαλούν το ενδιαφέρον και εκτός Ελλάδας. Στη χώρα μας τη δεκαετία 1980-1990, έγιναν σημαντικά βήματα στην έρευνα. Για πρώτη φορά η απαγορευμένη περίοδος της ιστορίας βγαίνει στην επιφάνεια.

Αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι η προσπάθεια, τις περισσότερες φορές, να κρατηθεί στενός ο χαρακτήρας τέτοιων συνεδρίων και ημερίδων, κυρίως από την πανεπιστημιακή ελίτ, η οποία αποκλείει πλατύτερη συμμετοχή εξωπανεπιστημιακών ερευνητών. Υπάρχουν πάντα οι εξαιρέσεις ερευνητικού μόχθου.

Ο τύπος της κατοχής αποτελεί σημαντική πηγή επιστημονικής αξιολόγησης. Φανερώνει την συμπεριφορά, το ήθος και τη δραστηριότητα διάφορων κοινωνικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ηγεσίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια, για τα οποία γίνονται προσπάθειες απόκρυψης ή πλαστογράφησης από εκείνους που συνεχίζουν να σκηνοθετούν την ελληνική τραγωδία. Με την ανάδειξη και την αξιολόγηση των ιστορικών πηγών καταρρέει ο πρόσκαιρος υποκειμενισμός και οι αναχρονιστικές αντιλήψεις και παίρνουν τη θέση τους οι επιστημονικές κρίσεις, οι οποίες θα φωτίσουν τον λαβύρινθο των χαρακτηρισμών που δόθηκαν από το παρακράτος και τους απόντες από τους μεγάλους αγώνες. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αφορά στον όρο “εθνικός στρατος”, ενώ το σωστό είναι “κυβερνητικός στρατός”, όπως και ο χαρακτηρισμός “ληστοσυμμορίτες”, ο οποίος είναι χλευαστικός για τους κομμουνιστές. Με το άρθρο μου προσπαθώ να αγγίξω το πολύ σημαντικό κεφάλαιο, που αφορά στην ιστοριογραφία της Αντίστασης. Σαφώς μια πιο σφαιρική θεώρηση, θα συμβάλλει στη βαθύτερη γνώση της ιστορίας της κρίσιμης δεκαετίας 1940-1950. Μιλάω ως παιδί εκείνης της φοβερής εποχής, προσθέτοντας τις ιστορικές μου γνώσεις.. Η γενιά αυτή βασανίστηκε, πείνασε, άντεξε και σήκωσε το βάρος, όπως και η προηγούμενη γενιά. Ωρίμασε πρόωρα, αιμορράγησε και έζησε τη δαιμονοποίηση της Αριστεράς.

25 Οκτ 2020

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Όταν ο Γερμανός υπουργός των εξωτερικών Ρίμπεντροπ με εντολή του Χίτλερ τηλεφώνησε στον Τσιάνο και του πρότεινε μια άμεση συνάντηση των δυο ηγετών του Άξονα, ο Μουσολίνι υπέδειξε την 28η του Οκτώβρη στη Φλωρεντία. Όταν «ο Γερμανός επισκέπτης του κατήλθεν εκ της αμαξοστοιχίας την πρωίαν της ημέρας εκείνης, τον εχαιρέτησε με τον πώγωνα υψηλά και τους οφθαλμούς αποστράπτονας: «Φύρερ, ευρισκόμεθα εν πορεία! Νικηφόρα ιταλικά στρατεύματα διέβησαν τα ελληνο-αλβανικά σύνορα σήμερον την αυγήν».[1] 

Η Ελλάδα τσάκισε την ιταλική επίθεση και χάλασε τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι στη Μεσόγειο. Οι Βρετανοί δεν πίστευαν στη νίκη του ελληνικού στρατού. Ήταν πεπεισμένοι πως οι Ιταλοί θα νικούσαν την Ελλάδα. Ο τότε υπουργός των στρατιωτικών Ήντεν δήλωνε ότι δεν ήταν δυνατή μια αποτελεσματική βοήθεια και έτσι μια ακόμα χώρα θα υπέκυπτε στον Άξονα, παρά τις βρετανικές εγγυήσεις.
Στην πρώτη φάση της αντίστασης κατά του ιταλικού φασισμού η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία θα μπορούσε να υποτιμήσει τις μεγάλες πολεμικές αρετές του Έλληνα στρατιώτη, λόγω της υπεροχής της Ιταλίας σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Όμως μετά την ανατροπή των Ιταλών, που κατέπληξε όλους τους λαούς τότε- φίλους και εχθρούς της Ελλάδας- η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στάθηκε μακριά από αυτό το μεγαλείο. Αυτό δείχνουν τουλάχιστον οι διαπραγματεύσεις με τους «σημμάχους» μας Άγγλους για το μεταπολεμικό μέλλον της πατρίδας μας.

Για το ΟΧΙ τις 28 Οκτωβρίου 1940, για το ποιός το είπε, για την ήττα των Ιταλών και την εισβολή των Γερμανών στις 6 Απριλίου, έχουν γραφτεί πολλά και διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις και γνώμες για το μεγάλο Έπος του λαού μας ενάντια στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό. Λίγο πολύ είναι γνωστά αυτά τα γεγονότα. Πολύς λόγος έγινε και γίνεται για το ΟΧΙ, αν το είπε ο δικτάτορας Μεταξάς, πως δεν μπορούσε να έχει άλλη επιλογή, ότι δε μπορούσε να εναντιωθεί στη διάθεση και τα αισθήματα του λαού, στα πάγια φιλοαγγλικά συμφέροντα και μια σειρά άλλες απόψεις γύρω από το θέμα αυτό. Πολλοί επικαλούνται το δίλημμα του Μεταξά ως προς τα αισθήματα του ελληνικού λαού. Γεννάται όμως το ερώτημα: πόσο κοντά στα αισθήματα του ελληνικού λαού βρέθηκε η αστική παλιοκομματική πολιτική ηγεσία στην κρίσιμη δεκαετία του '40;

Πάντως, όποιος λόγος κι αν ήταν που έκανε το Μεταξά να απορρίψει το ιταμό ιταλικό τηλεσίγραφο, μια είναι η ουσία. Σε μια κρίσιμη στιγμή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν όλη η Ευρώπη στέναζε κάτω από τη μπότα του Άξονα, ο Μεταξάς τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά του ενάντια στον Άξονα και να ενώσει τον ελληνικό λαό σε μια πυγμή. Από τη στιγμή εκείνη όπως γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος, ο Μεταξάς βρέθηκε εναρμονισμένος με το λαïκό αίσθημα “εναντίωσης στην ιταλική επιδρομή” και κατά το Γ. Σεφέρη, ο Μεταξάς, “δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η μέρα εκείνη δεν επεκύρωνε, αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου.”[2] 
“Ότι είπε το ΟΧΙ ο μόνος Έλληνας που μπορούσε να πεί το ΝΑΙ”, γράφει ο Γ. Καφαντάρης. Ο Πυρομάγλου πίστευε πως ο Μεταξάς διαχώρισε την τελευταία στιγμή τη θέση του από το φασιστικό καθεστώς που ο ίδιος είχε οικοδομήσει στην Ελλάδα, για να παραμείνει Έλληνας και να συμφιλιωθεί με το λαό.

Μπορούμε να επικρίνουμε τη βασανιστική δικτατορική πολιτική του Ι. Μεταξά ενάντια στους κομμουνιστές με τα πιο μελανά χρώματα, όμως στη δοσμένη ιστορική στιγμή η στάση του ένωσε τον ελληνικό λαό για να γράψει το ηρωικό Έπος πού άλλαξε την πορεία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ιστορία δεν έχει “αν”, δηλαδή αν ζούσε ο Μεταξάς, ποια θα ήταν η στάση του στις παραπέρα εξελίξεις. Έχει όμως σήμερα τη δυνατότητα να κρίνει τη στάση του Μεταξά την κρίσιμη εκείνη στιγμή και τη στάση της πολιτικής ηγεσίας κατά τη διάρκεια της κατοχής, της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Ο δικτάτορας Μεταξάς με το “Λοιπόν, έχουμε πόλεμο;” ένωσε το λαό στο μεγάλο ΟΧΙ. Πίσω όμως από τη μάσκα της δημοκρατίας του “ελεύθερου κόσμου” και του “εθνικοσοσιαλισμού” ο λαός μας γνώρισε πολύ καλά την πολιτική “μας” ηγεσία σε όλη τη δεκαετία του ’40. Στη διάρκεια της κατοχής, της Αντιστασης και του εφυλίου, βλέπουμε πόσο το πολιτικό, οικονομικό, πνευματικό και στρατιωτικό κατεστημένο «υπολόγισε» και «σεβάστηκε»  τα αισθήματα του λαού, τα οποία επικαλούνται πολλοί συγγραφείς. 

Ποια γεγονότα και ποια αίτια προκάλεσαν τις επόμενες εξελίξεις και μας οδήγησαν στον εμφύλιο; Πώς φτάσαμε στον εμφύλιο; Παραποιήθηκαν τα γεγονότα; Παραμένουν άγνωστα στο πλατύ κοινό και σκόπιμα αποσιωπούνται; Γιατί, ύστερα από την πρώτη συμμαχική νίκη κατά του Άξονα που κατέπληξε εχθρούς και φίλους, οδηγηθήκαμε στην αυτοκαταστροφή; Φταίνε  οι ξένοι; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας, όλων των πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων, στην κατοχή και στην Αντίσταση; Μήπως ο ενδοτισμός και η δουλοπρέπεια έθαψαν  τις θυσίες και τις ελπίδες του λαού μας και μας οδήγησαν στο εθνικό μακελειό και την εθνική καταστροφή; Αυτά τα καυτά ερωτήματα θα πρέπει να απαντηθούν και να προκαλέσουν την κριτική και το ενδιαφέρον αυτών που ασχολούνται με το σοβαρό αυτό θέμα που καθόρισε την ιστορική πορεία της χώρας μας μέχρι σήμερα.

«Αν ποτέ η ανθρωπότητα σταθή να ξαναγράψη την ιστορία της, ίσως τότε να βρή τη δικαίωσή του ο αέναος αγώνας ενός λαού που γαντζωμένος στον βράχο π’ονόμασε πατρίδα, αγωνίζεται για μια θέση κάτω απ’τον ήλιο της Ευρώπης…
Αν ποτέ η ιστορία σταθή για να ξαναγράψει την σισυφική προσπάθεια του προδομένου της Ευρώπης, ίσως τότε να βρή τη δικαίωσή της η συγκλονιστική προσπάθεια ενός λαού ρημαγμένου, που μέσα από τα συντρίμμια του έδωσε την ελπίδα.
Αν ποτέ ξαναγραφή η ιστορία της ανοδικής πορείας του που έδωσε την εθνική αντίσταση του 1940-1944, για να ριχθή στα τάρταρα του εμφυλίου πολέμου, ίσως τότε ο λαός μας μπορέσει να κερδίση τις εμπειρίες εκείνες που θα του διαγράψουν ξεκάθαρα τους στόχους της εθνικής ζωής.
Ίσως τότε, μπορέσει να νοιώση χωρίς αμφιβολία, πως πιο πολύ κι’απ’την στρατηγηκή σημασία της χώρας του, περισσότερο κι’απ’τις οικονομικοπολιτικές διεκδικήσεις, τα συμφέροντα των μεγάλων της Γης, εκείνο που δεν το συγχώρεσαν και δεν το συγχωρούν είναι πως κάτω απ’ τον καθαρό ουρανό του τ’ανρώπινο πνεύμα έδωσε τις πιο προοδευτικές, τις πιο ξεκάθαρες κι’αδέσμευτες σκέψεις. Λύσεις στ’ανθρώπινα προβλήματα, τόσο πλατειές που να μην χωρούν στα προκατασκευασμένα, πάνω στα χνάρια της σκοπιμότητας, καλούπια των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων».[3]

Οι υπεύθυνοι της εθνικής  τραγωδίας για να απαλλαγούν από τις ευθύνες τους, αλλού προσπαθούν να ρίξουν  τα βάρη. Τη δικτατορία της ολιγαρχίας και την υποταγή στους ξένους, την παρουσιάζουν για αληθινή δημοκρατία!



[1]
William L. Shirer, Η άνοδος και η πτώσις του τρίτου Ράιχ, τ. Γ’ Αθήνα χ.χ. σ.48
[2] Βλ. ο. π. Μ. Γλέζου, σ. 97, Σπ. Λιναρδάτου, Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου, εκδ. Διάλογος , 1975, σ. 428, Γ. Σεφέρη, Χειρόγραφο Σπτέμβρης 1941, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1972.
[3] Εφημ. «Τα Νέα», 18-9-1975.

3 Σεπ 2020

Δυτική Μακεδονία - Η Ελεύθερη Ελλάδα της Κατοχής

 

Από την ομιλία του Γιώργου Σαράφη που έγινε στις 4 Απρίλη 2004 στο Δημαρχείο Γρεβενών, σε εκδήλωση προς τιμήν του Δημήτρη Κυρατζόπουλου- Φωτεινού


H πτώση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού πριν από λίγα χρόνια τροφοδότησε την ανάπτυξη νέων τάσεων στην παγκόσμια ιστοριογραφία. Άρχισε λοιπόν να ξαναγράφεται η ιστορία και αυτή η καινούργια γραφή της σηματοδοτήθηκε από την εξυπηρέτηση των καινούργιων σκοπών. Οι καινούργιοι σκοποί στις άρχουσες τάξεις της εποχής μας εμπεριέχονται στο νέο στάδιο του καπιταλισμού όπως προκύπτει από την εμφάνιση στο παγκόσμιο ιστορικό προσκήνιο, της παγκοσμιοποίησης, σαν μοχλού για τη νέα μορφή του εκμεταλλευτικού συστήματος, που επιδιώκεται πλέον να κυριαρχήσει σε όλο τον πλανήτη.
Η Ελλάδα βέβαια δεν επρόκειτο να μείνει έξω από αυτή τη νέα τάση. Η ιστορία της γίνεται προσπάθεια να ξαναγραφεί κάτω από νέες οπτικές, μερικές από τις οποίες, προβάλουν τις καινούργιες επιταγές των καιρών, την – νέα τάξη πραγμάτων - . Φυσικά δεν πρόκειται για νέα αφού την έχουμε συναντήσει δεκάδες φορές στο παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά ούτε και για τάξη αφού πρόκειται στην ουσία για την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας κυριαρχίας.
Ορισμένοι από τους νέους ιστορικούς, κυρίως με σπουδές σε αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια, υποστηρίζουν πως στην διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας μας την περίοδο 1941-44, είναι μύθος η ενωμένη πατριωτική αντίσταση οργανωμένη από το Ε.Α.Μ. και τον Ε.Λ.Α.Σ. Κατηγορούν μάλιστα την εαμική αντίσταση ότι χρησιμοποιούσε «ακραία βία» για τον εκφοβισμό των αντιπάλων της που δεν μπορεί πλέον να εκληφθεί ως αποκύημα της φαντασίας της δεξιάς. Επίσης προσάπτουν στην εαμική αντίσταση την κατηγορία ότι χρησιμοποιούσε τάγματα θανάτου πράγμα το οποίο δεν έχει αναλυθεί ωστόσο συστηματικά όπως ισχυρίζονται. Θεωρούν δε πως είναι ώριμη πλέον για διερεύνηση και η ιδέα ότι λίγοι μόνο συνεργάτες-καιροσκόποι έπαιρναν εντολές από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα. Πιστεύουν πώς είναι πολύ περισσότεροι. Τονίζουν σαφώς ότι οι Έλληνες εργάστηκαν πλάι στους Γερμανούς για πολλούς λόγους, όπως το κοινό αντικομμουνιστικό μένος, ο φόβος των Βουλγάρων και το μίσος και ο φόβος του Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ. Παραδέχονται πως το θέμα της συνεργασίας με τον εχθρό αποσιωπήθηκε σχεδόν αμέσως μετά τον πόλεμο (οι δίκες δοσιλόγων έκλεισαν στη χώρα μας πολύ πιο γρήγορα από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη) αλλά προσποιούνται πως αγνοούν ότι οι γερμανοντυμένοι και οι κουκουλοφόροι προδότες πέρασαν από τη συνεργασία με τους Ναζί στη συνεργασία με τα στρατεύματα της αγγλικής και της βορειοαμερικάνικης επέμβασης. Σφυρίζουν δε αδιάφορα όταν τους επισημαίνεται, πώς ένα αρκετά μεγάλο τμήμα της πλουτοκρατίας στη σημερινή Ελλάδα είναι χθεσινοί μαυραγορίτες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές βάζοντας τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις σε όλη τη κοινωνική ζωή και συνέχισαν το έργο τους με τα καινούργια αφεντικά μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιώντας την αλχημεία στην ιστορία, ορισμένοι νέοι ιστορικοί, προσπαθούν να μπολιάσουν την καινούργια ελληνική ιστοριογραφία με την αντίληψη της κοινής ευθύνης για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην περίοδο που εξετάζουμε εις βάρος του ελληνικού λαού. Εκμεταλλευόμενοι δε την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου φτάνουν αβίαστα στο συμπέρασμα «μην τα ψάχνεις, όλοι ίδιοι είναι, όλοι έφταιξαν». Με λίγα λόγια – ίσα βάρκα, ίσα νερά. Η λαϊκή πατριωτική αντίσταση που είχε εθνικό χαρακτήρα στον ίδιο παρανομαστή με τους γερμανοντυμένους και τα τάγματα ασφαλείας, την ίδια στιγμή που στην αγγλοσαξωνική ιστοριογραφία αγιογραφείται ο Μουσολίνι και ερμηνεύεται «ρεαλιστικά» το χιτλερικό φαινόμενο.
Εξετάζοντας σήμερα το έργο και τις παρακαταθήκες, την κληρονομιά που μας άφησε, ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε ξανά σε όλο της το μεγαλείο την ιστορία της λαϊκής, πατριωτικής και γι’αυτό Εθνικής μας Αντίστασης.
Ένα κόκκινο νήμα διαπερνά απ’ άκρο σ’ άκρο το βιβλίο «Δυτική Μακεδονία. Η ελεύθερη Ελλάδα της Κατοχής», που μας κληροδότησε ο Φωτεινός. Η ιδεολογία της Εθνικής Αντίστασης ήταν λαϊκή και πατριωτική και όραμα της είχε έναν καλύτερο κόσμο. Η επιθυμία να κερδίσει ο λαϊκός παράγοντας κοινωνικά υπήρχε μόνο στο υποσυνείδητο των αγωνιστών.Το συλλογικό πνεύμα και η αλληλεγγύη ήταν συστατικά στοιχεία της Εθνικής Αντίστασης και η προσωπική ιδιοτέλεια ως στάση ζωής εξαίρεση καταδικαστέα από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Ο λαός μπήκε στον αγώνα από τον πατριωτικό δρόμο. Οι αγωνιστές γνώριζαν από πριν το τίμημα, που θα πληρώσουν, μιας ζωής γεμάτης από στερήσεις και κατατρεγμούς μέχρι και τον βίαιο θάνατο.
Που βρίσκονται όμως οι ρίζες γι’αυτή τη στάση που κράτησε ο ελληνικός λαός στην πλειοψηφία του στην περίοδο που εξετάζουμε; «Η Ελλάδα του 1940-44 είναι η καινούργια ανανεωμένη Ελλάδα, είναι η καινούργια γενιά του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Θερμοπυλών, είναι η καινούργια γενιά του 1821, με το έπος της Αλβανίας…» όπως μας τονίζει ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός.
Ο συγγραφέας σύμφωνα με τις δυνατότητες που είχε στον καιρό του και τα προσωπικά του βιώματα με οξυδέρκεια και καθαρό μυαλό γράφει για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Ζωγραφίζει πολύ ζωντανά το πάθος των απλών αγωνιστών για ελευθερία και δικαιοσύνη και αποτυπώνει αδρά την σαρωτική στρατιωτική απελευθερωτική δράση του Ε.Λ.Α.Σ. στη Δυτική Μακεδονία.

Όσο για το ποιοι ήταν τέλος πάντων αυτοί που έβαλαν το κεφάλι στον τορβά – όπως λέει ο λαός – χωρίς ιδιοτέλεια για να απελευθερώσουν την Ελλάδα από την κατοχή Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων, ο Φωτεινός υπογραμμίζει : «Εκείνοι που ενδιαφέρονταν πιο πολύ για την εκδίωξη των κατακτητών από την Ελλάδα και την απελευθέρωση της, για τη νίκη των δημοκρατικών αντιφασιστικών δυνάμεων και για την ήττα του Άξονα και του φασισμού, ήταν οι εργαζόμενοι, οι εργάτες, αγρότες, οι επαγγελματίες, η διανόηση, η νεολαία, όλος ο λαός, όλο το έθνος στην καταπληκτική του πλειοψηφία γιατί αυτών όλων τα συμφέροντα οικονομικά, εθνικά, πολιτικά, καταπατούνταν και διώκονταν.»
Ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός το βιβλίο του οποίου παρουσιάζουμε σήμερα, τιμώντας ταυτόχρονα και τη μνήμη του είναι από εκείνες τις καθαρές μορφές του επαναστατικού μας κινήματος και του απελευθερωτικού αγώνα που δεν μπορεί να δεχθεί, πως η διεθνής διπλωματία μπορεί να καθορίζει τις τύχες ολόκληρων λαών, πίσω από τις πλάτες των πρωταγωνιστών τους. Ονειρεύεται μια Ελλάδα λαϊκοδημοκρατική και αγωνίζεται γι’ αυτή με πάθος δίνοντας όλες του τις δυνάμεις. Όπως τονίζει «η μαζική λαϊκή επαναστατική και απελευθερωτική ενέργεια και δράση που είχε εκδηλωθεί έντονα, είχε σαν κύριους σκοπούς όχι μόνο την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της αλλά και τη δημοκρατική αποκατάσταση με ριζικές μεταβολές στο σύστημα και το καθεστώς που επικρατούσε έως τώρα στην Ελλάδα.»
Όπως τονίζει ο Φωτεινός, πολλοί τον ενιαίο και αδιαίρετο αυτό εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο 1940-44 τον χωρίζουν στα δύο, ήτοι 1940-41 με το έπος της Αλβανίας, την αντίσταση στα οχυρά της Ανατολικής Μακεδονίας και τη μάχη της Κρήτης, και την Εθνική Αντίσταση ΄41-΄44 στα χρόνια της κατοχής ως την Απελευθέρωση και τη σύγκρουση με τους Άγγλους. Ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος της Ελλάδος είναι ένας και μοναδικός πόλεμος στο περιεχόμενο και το χαρακτήρα του και στις δύο φάσεις, είναι μία και η αυτή αντίσταση του ίδιου του ελληνικού λαού ενάντια στους ξένους επιδρομείς και δυνάστες με εναλλασσόμενες φάσεις. Στη δεύτερη φάση μπήκαν πιο ξεκαθαρισμένα και πιο ανοικτά τα προβλήματα της χώρας που ήταν προβλήματα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και αφορούσαν όχι μόνο τις ελευθερίες και την ανεξαρτησία της πατρίδας με το διώξιμο των κατακτητών, αλλά και προβλήματα κοινωνικής προόδου.
Έτσι λοιπόν γι’αυτή του την πατριωτική δράση ο Φωτεινός αντί να βραβευτεί για τους αγώνες του καταδιώχτηκε όπως δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές και υποχρεώθηκε να ζήσει πάνω από 25 χρόνια στην προσφυγιά, ακολουθώντας τη μοίρα των αγωνιστών μετά την ήττα. Όμως το παράδειγμα του, σαν ανιδιοτελούς μαχητή, στους αγώνες για ελευθερία, δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα φωτίζει ακόμα και σήμερα εποχή κρίσης των πανανθρώπινων αυτών αξιών.
Όσοι ζουν από τους αγωνιστές του πατριωτικού λαϊκού απελευθερωτικού αγώνα, να’ ναι περήφανοι που έκαναν το χρέος τους στο λαό και την πατρίδα και μεταλαμπάδευσαν στους απογόνους τους και στον ελληνικό λαό τις ιδέες τους που είναι ιερή παρακαταθήκη για τους αγώνες που θα’ρθουν.

Αρχική δημοσίευση από εφημερίδα  στυξ  Τρίτη, 20 Απριλίου 2004.

29 Φεβ 2020

77 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟ

 Φέτος συμπληρώνονται 77 χρόνια από τη θρυλική μάχη στο Φαρδύκαμπο.
Η νίκη αυτή, είναι μια νίκη αφάνταστη και ασύλληπτη, γιατί κερδήθηκε με τις ελάχιστες απώλειες, έχοντας μόνον 3 νεκρούς και 15 τραυματίες με τους Ιταλούς να έχουν 40 νεκρούς και τραυματίες, 603 αιχμάλωτους μεταξύ των οποίων 18 αξιωματικοί με το διοικητή του τάγματος Περόνε Πασκονέλι με το βαθμό του ταγματάρχη, με λάφυρα όλον τον οπλισμό του τάγματος με 3 πυροβόλα των 6,5, με 300 βλήματα, τους όλμους, τα πολυβόλα και τα μεταγωγικά του τάγματος.
Με το πέρασμα του χρόνου η μάχη αυτή στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης παίρνει τη θέση της που της αξίζει. Καταρρέουν οι προσπάθειες εκείνων που προσπάθησαν και προσπαθούν να μειώσουν και να υποβαθμίσουν τη σημασία της και δεν θέλουν να δουν πως φτάσαμε στο μεγάλο Φαρδύκαμπο νοθεύοντας τα γεγονότα, την έννοια και το περιεχόμενο.
Η μάχη αυτή στάθηκε το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε το απελευθερωτικό μέτωπο, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Εδώ στη δυτική Μακεδονία, στα Γρεβενά-Χάσια και Βόιο ξεσηκώθηκε για πρώτη φορά ένοπλα ο λαός κατά των κατακτητών το 1942, έδωσε περίλαμπρες και νικηφόρες μάχες με τον κατακτητή, απελευθέρωσε όλη την περιοχή από Καλαμπάκα ως τα αλβανικά σύνορα και δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην κατεχόμενη Ελλάδα, η ελεύθερη Ελλάδα του βουνού και της υπαίθρου. Ο Φαρδύκαμπος ήταν και υπήρξε η αρχή του τέλους των κατακτητών στην Ελλάδα, από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός στην κατεχόμενη Ελλάδα παθαίνει μεγαλύτερες ήττες και περιορίζει τη δράση του στα κέντρα και στους κόμβους συγκοινωνιών ως που τελικά εκδιώχτηκαν από την Ελλάδα.
Για το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός θα ήθελα να πω τα εξής: Τη μάχη αυτή την αποκάλεσαν «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα». Δεν ήταν ούτε «στρατιωτικό παράδοξο» ούτε «θαύμα», ούτε ξαφνικό, ούτε τυχαίο. Ήταν καρπός και θρίαμβος του γνήσιου τοπικού αντιστασιακού κινήματος της Δυτικής Μακεδονίας και γεννήθηκε στις πρώτες μέρες της κατοχής.
Σ’ αυτή τη μάχη πολέμησε ο λαός της περιοχής: Οι φαντάροι με τους έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού μας που δόξασαν την πατρίδα μας στα αλβανικά βουνά και μέσα από τα σπλάχνα του βγήκαν οι μπροστάρηδες της Εθνικής Αντίστασης.
Η ομάδα "Αστραπή" με το διοικητή υπο/γο Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό. Κριμήνι 1η Μαρτίου 1943.

Δεν είναι ούτε «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα», γιατί από το χειμώνα του 1941-1942 στα χωριά της περιοχής Γρεβενών-Βοΐου δημιουργούνταν αντιστασιακές οργανώσεις και ένοπλες δεκαρχίες και το Φλεβάρη του 1943 ολόκληρη η περιοχή από τα Χάσια ως τον ορεινό όγκο της βόρειας Πίνδου μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας βρίσκονταν επί ποδός πολέμου με ελεύθερα τα κέντρα Σιάτιστα, Νεάπολη, Τσοτύλι και όλα τα χωριά με συγκροτημένες τις ομάδες του ΕΛΑΣ.
Στα Γρεβενά δρούσαν: το τμήμα από 30 άνδρες με τους Τασιανόπουλο Δημήτρη, Ευθυμιάδη Τηλέμαχο, Αεροβηματά, Θεοδωρόπουλο Τάσο και Βαγγέλη Μότσιο. Το τμήμα από 35 άνδρες με τον ανθ/γό Γκανάτσιο Βασίλη-Χείμαρρο. Το τμήμα από 42 άνδρες με τους ανθ/γούς Παπαδόπουλο Ηρακλή-Νικηφόρο, Τόλη Χρήστο-Προμηθέα και τον λοχία Παπαδημητρίου Σπύρο.
Στο Βόιο δυο ομάδες η μια με 38 άνδρες με τον ανθ/γό Αριστοτέλη Χοτούρα-Αρριανό και η άλλη με 35 άνδρες με τον υπο/γό Κυρατζόπουλο Δημήτρη-Φωτεινό, διοικητής στη μάχη του Φαρδύκαμπου, τον Θεοχαρόπουλο Νίκο-Σκοτίδα και τον λοχία Νταϊλιάνη.
Στο Σινιάτσικο-Σιάτιστα από 35 άνδρες με τους ανθ/γούς Κατσόγγιανο, Ρόσιο Αλέξη-Υψηλάντη. Τμήμα 18 ανδρών με τον υπο/ρχο Βενετσανόπουλο Θωμά στον Πολύλακο και τμήμα στη Βλάστη με τον ανθ/γό Μίχα-Θεοδωρίδη.
Στα Βέντζια τμήμα 25 ανδρών με τον ανθ/γό Ζυγούρα Δημήτρη-Παλαιολόγο.
Στην Καστοριά τμήμα 60 ανδρών σε ομάδες με τους ανθ/γούς Γιαννούλη Γιώργο, Κιουρτσιδάκη, Κουλούρη, Πατσιούρα και Μπασκάκη στην περιοχή Νεστορίου.

Απο αριστερά: Ηλίας Παπαδημητρίου  (Λιάκος), Νίκος Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας), Δημήτρης Κυρατζόπουλος (Φωτεινός), Αριστοτέλης Χωτούρας (Αρριανός), Νίκος Παπαστεργίου (Φουρκιώτης). Τσοτύλι Απρίλης 1943.
Οι Ιταλοί κατακτητές τρομοκρατημένοι από τη δράση των ανταρτών και τον ξεσηκωμό του λαού, κλείστηκαν στην Καστοριά και στα Γρεβενά και δεν τολμούσαν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Οι Επικοινωνίες Καλαμπάκας-Γρεβενών, Καστοριάς-Κοζάνης μέσω Νεάπολης-Σιάτιστας και μέσω Άργους Ορεστικού-Νεάπολης είχαν διακοπεί και ήταν υπό τον έλεγχο και την κατοχή των ανταρτών. Μόνον η Καστοριά επικοινωνούσε με την Κορυτσά.
Οι ιταλικές φρουρές Γρεβενών και Καστοριάς έκαναν δραματικές εκκλήσεις στο Γενικό τους Επιτελείο στην Αθήνα, για να τους βοηθήσει να βγουν από την απομόνωση και τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Το ιταλικό επιτελείο ανησυχούσε για την εξάπλωση της επανάστασης, και για τις νικηφόρες μάχες των ανταρτών στο Σνίχοβο στις 8 του Φλεβάρη και στη Μερίτσα. Διέταξε το σύνταγμα Καστοριάς να αποκαταστήσει τη συγκοινωνία με τα Γρεβενά μέσω Κοζάνης και να ενισχύσει τη φρουρά Γρεβενών σε άνδρες και πολεμικό υλικό.
Το σύνταγμα Καστοριάς έστειλε μέσω Φλωρίνης -ο δρόμος προς το Νταούλι ελέγχονταν από τους αντάρτες- δύναμη ενισχυμένου λόχου με πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν με 10 αυτοκίνητα. Οι πολιτικές οργανώσεις της Φλώρινας και Κοζάνης πληροφόρησαν τα τμήματα του Σινιάτσικου για την κίνηση των Ιταλών από Κοζάνη προς Γρεβενά.
Τα τμήματα των ανταρτών του Σινιάτσικου ενισχυμένα με τις δεκαρχίες και με επικεφαλής τους ανθ/γούς ΥψηλάντηΚατσόγιαννοΜπαρμπαλιά και  υπομοίραρχο Βενετσανόπουλο, κατέλαβαν τα στενά του Μπουγαζιού (Βίγλα), έστησαν ενέδρα και περίμεναν τα αυτοκίνητα.
Την πρώτη Μαρτίου το πρωί, η φάλαγγα των Ιταλικών αυτοκινήτων κινήθηκε από Κοζάνη προς Γρεβενά και όταν πια όλα τα αυτοκίνητα μπήκαν στα στενά και στον κλοιό, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης και της εξόρμησης και σε μια ώρα ο εχθρός υπέκυψε στα αιφνιδιαστηκά και καταιγιστικά πυρά των ανταρτών και παραδόθηκε, αφήνοντας 50 αιχμαλώτους, τους υπόλοιπους νεκρούς και τραυματίες, με λάφυρα εννέα αυτοκίνητα με όλον τον οπλισμό του λόχου και το πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν για τα Γρεβενά.
Τότε το ιταλικό επιτελείο διέταξε το τάγμα Γρεβενών να κινηθεί, να καταλάβει και να κάψει τη Σιάτιστα και ταυτόχρονα τη μεραρχία Πινερόλο να κινηθεί από Θεσσαλία μέσω Ελασσόνας-Σερβίων-Κοζάνης προς την εξεγερμένη περιοχή με εντολή να καταπνίξουν το κίνημα.
Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου. Ο λαός της περιοχής μας, ορεινός, περήφανος, σκληροτράχηλος, ανυπότακτος σε κάθε κατακτητή, ξεχασμένος στην τύχη του από την πολιτική ηγεσία και τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας, συνέχισε το αλβανικό έπος με μπροστάρηδες αυτούς που ξεχώρισαν στην πορεία του σκληρού αντιστασιακού αγώνα. Αυτοί λοιπόν είναι οι πρωταγωνιστές στο Φαρδύκαμπο και σ’αυτούς ανήκει η δόξα. Αυτοί γνώριζαν καλά τον κατακτητή, ήταν νικητές και σαν νικητές ενεργούσαν.
Τις απογευματινές ώρες 4 του Μάρτη το τάγμα Γρεβενών με δύναμη 650 ανδρών, τρία πυροβόλα και όλμους, αποφάσισε να εκστρατεύσει με στόχο να ελευθερώσει τον αιχμαλωτισμένο λόχο και να κάψει τη Σιάτιστα. Το βράδυ έφτασε στον Αλιάκμονα, κατέλαβε τη γέφυρα και διανυκτέρευσε στα γύρω υψώματα. Τα τμήματά μας των Γρεβενών και οι δεκαρχίες των γύρω χωριών με επικεφαλής τον ανθ/στή Παπασίμο, από την πρώτη στιγμή συνεχίζουν τις μικροσυγκρούσεις και παρενοχλούν την ελεύθερη κίνηση των Ιταλών, επιβραδύνοντας έτσι την πορεία των Ιταλών προς τη Σιάτιστα.
Τη δεύτερη μέρα, το πρωί 5 του Μάρτη ο εχθρός έκανε σοβαρές προσπάθειες να επεκτείνει το προγεφύρωμα και να κινηθεί προς τη Σιάτιστα-Μπουγάζι, αλλά συναντά σοβαρή αντίσταση από τα τμήματα της Σιάτιστας και από τα νώτα δέχεται χτυπήματα από τα τμήματα των Γρεβενών. Παρ’ όλ’ αυτά είχαν προχωρήσει αρκετά. Είχαν φτάσει στη διασταύρωση των δρόμων από Κοζάνη-Γρεβενά-Νεάπολη, στα αμπέλια και στα ριζά του βουνού της Σιάτιστας.
Αυτό που δυσκόλευε πιο πολύ την κατάσταση ήταν ότι δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση στα αντάρτικα τμήματα. Η παλικαριά είναι πράγματι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία, όμως αυτό μόνο δεν αρκεί. Οι επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων της περιοχής ήταν ικανοί και επιδέξιοι, όμως έλειπε ο συντονισμός και η ενιαία διοίκηση. Αυτό απαιτούσε η παρούσα κατάσταση. Το πρόβλημα απασχόλησε τις πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και ανέθεσε τη διοίκηση της μάχης και των επιχειρήσεων στον Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό, γνωστό από ενωρίτερα στον πληθυσμό της επαρχίας Γρεβενών-Βοΐου ως προϊστάμενο των ταχυδρομείων Γρεβενών και Τσοτυλίου, αλλά και γνωστό στους αξιωματικούς της μεραρχίας από τις διαβιβάσεις στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στους υπαλλήλους της περιοχής.
Η Διοίκηση που είχε την έδρα της στο μοναστήρι Τσουρούσνο έδωσε σε κάθε τμήμα τη δική του αποστολή. Τα τμήματα της Σιάτιστας να επιτεθούν στις 06.00 ώρα το πρωί στις 6 Μαρτίου από την κατεύθυνση Αμπέλια-δημόσιος δρόμος σε στενή συνεργασία με τα τμήματα Βεντζίων που δρούσαν από νότο και να επιτηρούν το δρόμο Κοζάνης-Γρεβενών. Τα τμήματα των Γρεβενών να επιτεθούν από δυτικά και να καταλάβουν τα υψώματα ανατολικά της γέφυρας και να κινηθούν προς το πεδίο της μάχης. Τα τμήματα Βοΐου με 4 διμοιρίες από 35 άνδρες η κάθε μια με διοικητή τον Σκοτίδα, να επιτεθούν από τα βόρεια και Β.Δ. υψώματα της Βρογγίστας.
Από διάφορες κατευθύνσεις καταφτάναν δεκαρχίες και δυνάμωνε ο κλοιός γύρω από το τάγμα των Ιταλών.
Ο εχθρός στις 5 Μαρτίου διανυκτέρευσε πάνω στο δρόμο Γρεβενών-Κοζάνης και οργανώθηκε στα γύρω υψωματάκια και ήταν βέβαιος για την εύκολη πορεία προς τη Σιάτιστα την επαύριο. Είχε τη εντύπωση ότι οι αντάρτες διαλύθηκαν ή υποχώρησαν, δεν πίστευαν ότι θα τους συνεχίσουν τις συγκρούσεις για τρίτη ημέρα και πίστευαν ότι θα τους ερχόταν βοήθεια από τις γειτονικές φρουρές.
Δεν υπολόγισαν όμως έναν σοβαρό παράγοντα, την απόφαση, δηλαδή που είχε πάρει ολόκληρος ο λαός της περιοχής να αγωνιστεί για τη λευτεριά του. Έτσι στις 6 το πρωί όλα τα τμήματα εξόρμησαν από όλες τις κατευθύνσεις. Ο εχθρός παρά τον εφοδιασμό, γρήγορα συνήλθε και έκανε προσπάθειες για να βγει από τη δύσκολη θέση. Τα αεροπλάνα που έφτασαν, δεν πυροβολούσαν τους αντάρτες. Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όλες τις φάσεις και τις δυσκολίες που δημιουργούσε η παράταση της μάχης. Ύστερα από περίσκεψη της διοίκησης στις 18.30 ώρα, αρχίζει η γενική επίθεση για το τσάκισμα και την αιχμαλωσία του εχθρού και σε περίπτωση αποτυχίας, στις 20.30 να αρχίσει η υποχώρηση εκμεταλλευόμενη το σκότος, αφήνοντας ελαφρές ομάδες για παρακολούθηση και ενόχληση του εχθρού.
Ήταν πια σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε τι γίνονται οι διπλανοί του, είχε χαθεί η σύνδεση. Το κάθε τμήμα δρούσε πρωτοβουλιακά και αυτοκέφαλα. Οι Ιταλοί τα έχασαν, ζητούσαν διέξοδο και σωτηρία. Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύονται επιτυχημένα τα τμήματα της Σιάτιστας και αρχίζουν να αφοπλίζουν τους Ιταλούς που παραδίνονται αμαχητί και πετούν τα όπλα τους..

Η μάχη του Φαρδύκαμπου, 4-6 Μαρτίου 1943.
Πολλοί προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη μάχη του Φαρδύκαμπου ως αυθόρμητη, ακαθοδήγητη, με ανοργάνωτο λαό, με μπουλούκια και ασκέρια. Ήταν μάχη τριών ημερών κατά μέτωπο με τον εχθρό και οργανωμένη από τους νικητές του αλβανικού μετώπου. Σ’ αυτούς ανήκει η δόξα, αυτοί γνώριζαν καλά τον κατακτητή.
Ο Φαρδύκαμπος ήταν ο επίλογος του ενιαίου κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου. Η διαμάχη περί το ποιά παράταξη δικαιούται τη δόξα είναι μύθος. 
Η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κοζάνης με επικεφαλής τον φλογερό πατριώτη ποιμενάρχη αείμνηστο μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, θέλοντας να επανδρώσουν το ρωμαλέο απελευθερωτικό κίνημα με μόνιμους ανώτερους αξιωματικούς, ήρθε σε επαφή με τη φρουρά αξιωματικών Κοζάνης και υπέγραψαν πρωτόκολλο τιμής, στο οποίο οι αξιωματικοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ. Δυστυχώς όμως δεν κράτησαν το λόγο τους . Δυο μέρες πριν τη μάχη του Φαρδύκαμπου, μόνο λίγοι αξιωματικοί προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ. Αυτοί προσπάθησαν πραξικοπηματικά να εξοντώσουν τους αρχηγούς του απελευθερωτικού κινήματος. Αποσιωπείται ο ρόλος τους στα Σέρβια, στο Μπουγάζι, στον Αυγερινό και στο Μελάνθιο αμέσως μετά τη μάχη στο Φαρδύκαμπο. Η υπόθεση με τους αξιωματικούς αποτελεί άλλο σοβαρό θέμα, που στη δοσμένη στιγμή δεν έχουμε τη δυνατότητα να το αναπτύξουμε.
Η περίοπτη προσφορά της χώρας μας στο συμμαχικό στρατόπεδο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα δεν έγινε θύμα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, αλλά θύμα του δωσιλογισμού, που κυνήγησε με λυσσαλέο μίσος την Εθνική Αντίσταση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που η περιοχή της δυτικής Μακεδονίας έγινε το ολοκαύτωμα του εμφυλίου πολέμου.
Σε ότι αφορά τα δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα, το Γοργοπόταμο και το Φαρδύκαμπο, η διαφορά τους είναι η εξής: το πρώτο είναι έργο επαγγελματιών στρατιωτικών. Το δεύτερο είναι έργο λαϊκής εξέγερσης. Το πρώτο προωθείται από το συμμαχικό παράγοντα και διέκοψε προσωρινά τη συγκοινωνία με το Νότο, το δεύτερο όσο κι αν θέλει η ηθικοκρατία να μειώσει την ιστορική του σημασία, απείλησε την αποκοπή του Νότου από το Βορρά και ανάγκασε τους Γερμανούς κατακτητές να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη ειδικό στρατηγείο.
Το καθολικό αντιστασιακό έργο του λαού της περιοχής επιτεύχθηκε με την ακούραστη δουλειά των αγωνιστών της περιοχής κάτω από τεράστιες δυσκολίες και αντιξοότητες. Ανακόπηκε από την ηττοπάθεια των αξιωματικών του ΥΒΕ, από τη σύμπτυξη, την ανασυγκρότηση των τμημάτων, το χτύπημα των τοπικών στελεχών και την καθιέρωση του συντηρητισμού, της αναμονής και τις ίντριγκες. Μας έφεραν τους Άγγλους στην αρχή ως συμμαχικούς συνδέσμους και σε συνέχεια ως υπεύθυνους ρυθμιστές, ανακόπτοντας έτσι την ενότητα και την ορμή της νικηφόρας επανάστασης με τα γνωστά επακόλουθα.


Ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός προσφωνεί στο Φαρδύκαμπο. Μάης 1979.