Σελίδες

31 Μαρ 2023

ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

όπως περιγράφεται μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας ΣΑΛΠΙΓΞ της Μυτιλήνης

Αν και μέχρι τώρα παραθέσαμε αρκετά στοιχεία για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μακεδονικό ζήτημα, ο Ευρωπαϊκός τύπος αναίρεσε τις βουλγαρικές ανακοινώσεις περί κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Δημοσίευσε εκτενή τηλεγραφήματα με λεπτομέρειες περί καταλήψεως της Θεσσαλονίκης υπό του Ελληνικού στρατού και την κατόπιν εισόδου των Βουλγάρων στην πόλη. Η «ΣΑΛΠΙΓΞ» δημοσιεύει έκθεση από την οποία:
«εξάγεται χρονολογικώς ότι μόλις κατά των ημερών της υπογραφής του πρωτοκόλλου της παραδόσεως της τουρκικής φρουράς της Θεσσαλονίκης εις τον Έλληνα Διάδοχον εσημειώθη η εμφάνισις του βουλγαρικού ιππικού εις 30 χιλιόμετρα από της Θεσσαλονίκης απόστασις, ακολουθούσις εις απόστασιν 25 χιλιομέτρων όπισθεν του ιππικού και της Βουλγαρικής μεραρχίας».
Την πραγματική εικόνα των πολιτικών εξελίξεων μας τη δίνει σε δηλώσεις του ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Άσκουϊθ, εκπρόσωπος τότε της ισχυρότερης οικονομικής και πολιτικής δύναμης του πλανήτη μας. Είναι χαρακτηριστικές για το πώς οι Μεγάλες Δυνάμεις αλλάζουν τακτική ανάλογα με τις κάθε φορά εξελίξεις από ωμές επεμβάσεις μέχρι και τους πιο λεπτούς διπλωματικούς ελιγμούς.
«Οι στρατοί των Βαλκανικών κρατών είνε κύριοι της Μακεδονίας και της Θράκης, οι Έλληνες κατέλαβον την Θεσσαλονίκην, την θύραν δι’ ης ο Χριστιανισμός εισεχώρησε το πρώτον εν Ευρώπη και από στιγμής εις στιγμήν δυνατόν να μάθωμεν ότι και η Κωνσταντινούπολις έπεσε.
Τα Βαλκανικά κράτη έλαβον ούτω το ζήτημα αποκλειστικώς εις χείρας των και τα πράγματα δεν είνε δυνατόν πλέον να είνε όπως ήσαν πρότινος, αλλ’ επιβάλλεται εις τους πολιτικούς άνδρας, εις οιονδήποτε και αν ανήκουν Κράτος ν’ αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν τα τετελεσμένα γεγονότα.
Η Μ. Βρετανία ουδέν έχει συμφέρον όπως η πολιτική και εδαφική αναθεώρισις γίνη ακριβώς κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον.
Υπάρχουν όμως άλλαι Δυνάμεις των οποίων αι σχέσεις αι κοινωνικαί, αι οικονομικαί, αι γεωγραφικαί και αι ιστορικαί συνδέονται μετά των μερών όπου εξελίσσεται ο πόλεμος και τα συμφέροντα εις τα μέρη εκείνα είνε τοιαύτα ώστε δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί εις το δικαίωμα των να ακτούν γνώμην κατά την στιγμήν της οριστικής και μονίμου συστηματοποιήσεως των πραγμάτων».[1]
Παράλληλα όμως η Αγγλία στις ρωσικές διεκδικήσεις επί της Κωνσταντινούπολης και τουρκικών περιφερειών της Μικράς Ασίας, αποφάσιζε την αποστολή του στόλου της Μεσογείου στα Δαρδανέλια προς διαφύλαξη της ακεραιότητας της Ασιατικής Τουρκίας βάζοντας έτσι φράγμα στις Ρωσικές διεκδικήσεις.
Και η Ρωσική πολιτική παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η Ρωσική κυβέρνηση αναγνώρισε την Ελληνική κατοχή της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό διέταξε τον εκεί Ρώσο πρόξενό της όπως από δω και μπρος εξαρτάται από την Ρωσική πρεσβεία της Αθήνας.
Ιδιαίτερα συγκινητικό και φιλικό είναι το τηλεγράφημα προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τις νίκες στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο από τον πρόεδρο και τα μέλη των επαρχιακών συμβουλίων (Ζέμστβο): 
Αθήνας
«Εις τους τολμηρούς μαχητάς υπέρ της ελευθερίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας οι Ζέμστβο της Πετρουπόλεως αποστέλλουσιν ειλικρινή συγχαρητήρια δια τα περίλαμπρα αποτελέσματα των συμμάχων στρατών. Είθε το υπό των γενναίων χυθέν αίμα να συντελέση εις την ευδαιμονίαν των Βαλκανικών λαών οίτηνες εξεγέρθησαν εναντίον της προ αιώνων τυρρανίας. Είθε οι ακτίνες της Δόξης να καταυχάσωσι τους ανδρείους. Είθε οι ήρωες να καρπωθώσι τα αποτελέσματα των μεγάλων νικών των».[2]
Ο Πρόεδρος των Ζέμστβο
Γιάκωβλεφ
Τα μέλη
Βέλτερ, Έκαρεφ και Βασίλειεφ Χούμνερ
Σχετικά με τις τύχες της Μακεδονίας η Ρωσική διπλωματία σχεδίαζε την αυτονομία της. Σχετικά με το θέμα αυτό χαρακτηριστική είναι η ομιλία του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη στο Μεγάλο Βεζίρη περί:
«Αυτονομίας με επίσημον γλώσσαν την Ελληνικήν, Σερβικήν και Βουλγαρικήν παραχωρουμένης της Θεσσαλονίκης εις την Ελλάδα».[3]
Η θέση αυτή της Ρωσίας φαίνεται και από επιστολή του Ρώσου Αυτοκράτορα Νικολάου Β’ προς την Βασίλισσα της Ελλάδας Όλγα, ο οποίος τη συνιστά να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη χωρίς να έχει κανένα ενδοιασμό για την Ελληνικότητα της Θεσσαλονίκης και να αποβλέπει το μέλλον με πεποίθησην. Ο Αυτοκράτορας δήλωνε ότι η Ρωσία θα υποστηρίξει σταθερά τα δίκαια της Ελλάδος στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου.[4] Γι’ αυτό και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ ήρθε και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του όλο το χειμώνα του 1912-13 στη Θεσσαλονίκη.
Και ο Παρισινός «Χρόνος» διαψεύδη κατηγορηματικώς τον ισχυρισμόν των Βουλγάρων,
«ότι αυτοί κατέλαβον πρώτοι την Θεσσαλονίκην, επιβεβαιών ότι η πόλις κατελήφθη υπό του Ελληνικού στρατού όστις ουδεμίαν ανάγκην είχε της Βουλγαρικής ενισχύσεως, όπως ισχυρίζονται οι Βούλγαρoι».
Η Αυστριακή εφημερίδα της Βιέννης «Τσάϊτ», δεν εννοούσε να καταλάβει ακόμη τις αλλαγές που έφερε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και συνέχιζε να επιμένει στην παραδοσιακή πολιτική της Αυστρίας προς τα Βαλκάνια. Χαρακτήριζε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό ως:
«Έχουσαν μάλλον χαρακτήρα επιδείξεως, όμοιας προς εκείνην την οποίαν είχεν η κατάληψις των Παρισίων υπό των Γερμανών κατά τον Γαλλογερμανικόν πόλεμον. Η Θεσσαλονίκη θα αυτονομηθεί εξομοιωμένου του λιμένος αυτής τον του Αμβούργου και της Βρέμης, οι οποίοι δημοκρατούνται».[5]
Η παράδοση της πόλης χωρίς όρους στον Ελληνικό στρατό οδήγησε τους Βούλγαρους στην παραβίαση της συμφωνίας της Βαλκανικής συμμαχίας. Αυτήν την ευκαιρία περίμενε η Ευρωπαϊκή διπλωματία για να παρέμβει στα Βαλκανικά πράγματα.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό η Βαλκανική συμμαχία χαλάρωσε. Τώρα το κέντρο βάρους από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων πέρασε οριστικά στο θέατρο των αλληλοφαγωμάρων και των σκευωριών.
Σε μια ανασκόπηση των αποτελεσμάτων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ο Λεβάντ Εράλ, επισκοπών την σημερινήν κατάστασιν, διαπιστώνει ότι:
«Οι μεταξύ των συμμάχων δεσμοί εχαλάρωσαν, δεύτερον δε η συμφωνία των Δυνάμεων είναι σήμερον πλήρης.
Οι Βούλγαροι επέδειξαν καταπληκτικήν απληστίαν, και τούτο ίσως τοις στοιχίση ακριβά.[6]
Ο πόλεμος παρουσίασεν αποτελέσματα απροσδόκητα. Δηλαδή οι μεν Έλληνες και Σέρβοι οίτινες εθεωρούντο ασθενείς και κακώς οργανωμένοι κατίρθωσαν, ότι ηθέλησαν, εκ των λοιπών δε οι μεν Μαυροβούνιοι προ δυο ετών ζητούντες πόλεμον, σήμερον κατήντησαν να διαμαρτύρονται διότι η φρουρά της Σκόδρας παραβιάζει την ανακοχήν!!
Όσον αφορά τους Βουλγάρους, ούτοι παρά την φοβάν φήμην του στρατού των είνε αναμφίβολον ότι εάν εύρισκον εκ μέρους των Τούρκων την δέουσαν αντίστασιν ελάχιστα θα ηδύνοντο να πράξωσι. Τα προ της εν Μέτραις ανακωχής γεγονότα αρκούντως αποδεικνύουσι τούτο.
Νυν οι μεν Έλληνες θεωρούσι την Θεσσαλονίκην κτήμα των, οι δε Βούλγαροι διακηρύττουσιν ότι δεν δύναται να εγκαταλείψωσιν αυτήν.
...και άνευ επεμβάσεως ευρωπαϊκής είναι βέβαιον ότι η πολυπαθής Χερσόνησος θέλει Πόλιν καταστή θέατρον αδελφοκτόνων αγώνων.
Ευτυχώς η Ευρώπη είναι σήμερον σύμφωνος όπως παρακωλύση την έκρηξιν νέας θυέλλης εν Ανατολή.
Αι Δυνάμεις επωφελούμεναι της εξασθενίσεως της Βαλκανικής συμμαχίας, θα εντείνωσι τας προσπαθείας των όπως επιτύχωσι τούτο.
Συμπέρασμα. Οι Βούλγαροι απέδειξαν καταπλυκτικήν απληστίαν, και τούτο ίσως τοις στοιχίση ακριβά». [7]
Η «ΣΑΛΠΙΓΞ» με τίτλο: «Τι γίνεται εις την Θεσσαλονίκην, ποία είναι η διαγωγή των Βουλγάρων;» αναφέρει μια σειρά εχθροπραξίες των Βουλγάρων. Απόπειρα κατάληψης γέφυρας, του σιδηροδρομικού του Δεδέ-Αγάτς έξω από τη Θεσσαλονίκη, λεηλασίες και σφαγές στην ύπαιθρο, στην Καβάλα, στις Σέρρες και παντού. [8]
Η θέση της Ρωσίας για τη Θεσσαλονίκη υπέρ της Ελλάδος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο διπλωματικό πεδίο ενάντια στα διάφορα σενάρια και επιδιώξεις περί διεθνοποίησης κ.λ.π. Αυτό φαίνεται καθαρά και στην επιστολή του Τσάρου Νικολάου Β’ προς τη Βασ. Όλγα δηλώνοντας,
«ότι η Ρωσία θα υποστηρίξη σταθερώς τα δίκαια της Ελλάδος κατά την εν Λονδίνω συγκροτηθησομένην συνδιάσκεψην».[9]
Σύντομα στο Λονδίνο θα άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις των πρεσβευτών των μεγάλων και συγχρόνως άρχιζαν οι συνομιλίες των Βαλκανικών συμμάχων με τη Τουρκία για τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Η πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων στους συμμάχους για τα δικά τους συμφέροντα ήταν ισχυρή και όξυνε ακόμα τις αντιθέσεις αντί να τις αμβλύνει. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος είναι ένας μεγάλος σταθμός στην ιστορία των Βαλκανικών λαών. Το σημαντικό αυτό ιστορικό γεγονός απέδειξε, ότι ενωμένοι οι λαοί των Βαλκανίων είναι όχι μόνο ακατανίκητοι αλλά και ικανοί να ανατρέψουν τις προσδοκίες των Μεγάλων Δυνάμεων.


Απόσπασμα απο το βιβλίο μου «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ 1910-12 ΚΑΙ Ο Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»




[1] Ό. π., 6-11-1912
[2] Ό.π., 17-11-1912
[3] Ό.π., 2-12-1912
[4] Ό.π., 8-12-1912
[5] Ό.π., 1-11-1912.36. Ό.π., 22-12-1912
[6] Ό.π., 22-12-1912
[7] Ο. π., 22-12-1912
[8] Βλ. Ο. π., 20-12-1912
[9] Ο. π., 8-12-1912.

2 Μαρ 2023

80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟ

 Ο ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟΣ, ΚΟΡΩΝΙΔΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Η ομάδα Αστραπή με το διοικητή υπο/γο Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό. Κριμήνι 1η Μαρτίου 1943
Ο Φαρδύκαμπος αποτελεί την κορωνίδα της Εθνικής Αντίστασης, είναι η πιο κλασική και παραστατική εθνικολαϊκή ένοπλη εξέγερση για ανεξαρτησία, ελευθερία και δημοκρατία στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Οι αγωνιστές που δημιούργησαν και στήριξαν τον αγώνα και στάθηκαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε το απελευθερωτικό μέτωπο, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, που μεγαλούργησαν, υπήρξαν πάρα πολλοί, όμως αυτοί ήταν οι μικροί και αφανείς και για τους οποίους κανένας δεν έγραψε τίποτε είτε γιατί οι αγωνιστές αυτοί δεν είχαν τίτλους είτε γιατί αυτοί δεν είχαν βαθμούς. Και όμως αυτοί ήταν το στήριγμα, πάνω στο οποίο κάθισαν και θρονιάστηκαν οι μετέπειτα άκαπνοι «στρατηγοί» και ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες. Μέχρι τώρα όλοι οι αντίπαλοι και διώκτες της Εθνικής Αντίστασης προσπαθούν με κάθε τρόπο να αγνοήσουν τον μεγαλειώδη ένοπλο αγώνα της Δυτ. Μακεδονίας και τον Φαρδύκαμπο, γιατί όχι μόνο ήταν οι μεγάλοι απόντες του εθνικού αυτού αγώνα, αλλά και γιατί πολλοί από αυτούς υπήρξαν αντίπαλοι και διώκτες του, υπήρξαν συνεργάτες των κατακτητών. Μα πιο πολύ προσπαθούν να τον μειώσουν και να τον υποβαθμίσουν οι διάφοροι ιστορικοί της Εθνικής Αντίστασης, οι διάφοροι «κομματοσωτήρες», που δεν θέλησαν και δε θέλουν μέχρι τώρα να παραδεχθούν τον Φαρδύκαμπο ως την κορωνίδα του ένοπλου αγώνα του λαού στα χρόνια της κατοχής. Δε θέλουν να ερευνήσουν και να συλλέξουν στοιχεία από αυτούς που πήραν μέρος σ’αυτόν, γιατί ο Φαρδύκαμπος συνδέεται με τον απλό λαό και τους αγωνιστές, με τους λαογέννητους αρχηγούς του. Και αυτό δεν θέλουν να το παραδεχθούν. Η νίκη που επιτεύχθηκε στον Φαρδύκαμπο ήταν νίκη που ξεπέρασε τις προβλέψεις όλων μας, νίκη που ξεπέρασε τα σύνορα της Μακεδονίας και της Ελλάδας, ήταν νίκη περήφανη, νίκη καθοριστική για το απελευθερωτικό κίνημα, νίκη πανεθνική, παλλαϊκή, που μπροστά της επισκιάζεται και μένει πολύ πίσω ο Γοργοπόταμος, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα σαμποτάζ, ενώ ο Φαρδύκαμπος ήταν μάχη και νίκη εκ παρατάξεως, τριήμερη μάχη σε ανοικτό πεδίο, με άνισους όρους και υπό δύσκολες συνθήκες για το απελευθερωτικό κίνημα, για τους μαχητές, αξιωματικούς και για τη διοίκηση της μάχης, για τους ηγήτορες.

Να πως περιγράφει τη θρυλική αυτή μάχη στον Φαρδύκαμπο μέσα απο τα απομνημονεύματά του ο αείμνηστος Καπετάνιος της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός.
Έφεδρος υπ/γός Δημήτρης Κυρατζόπουλος. Κοζάνη 1939

«Είναι αλήθεια ότι την ιστορία τη δημιουργεί η δράση των ανθρώπων. Ανθρώπων, που όταν τίθενται επικεφαλής, δρουν από κοινού με το λαό, γιατί σ’αυτόν στηρίζονται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο υπεύθυνος διοικητής, όταν πραγματικά έχει πλήρη συνείδηση και κατανόηση των καθηκόντων του, τότε μπορεί να κατανοήσει τους τρόπους και τα μέσα που χρειάζονται για να τα εκπληρώσει. Με βάση αυτά κινητοποιεί και συσπειρώνει τους αγωνιστές και το λαό και καθοδηγεί τον αγώνα τους. Μόνο τότε πετυχαίνει να ενσαρκώσει την καθολική σκέψη, τους πόθους και τις τάσεις του λαού, που θα ανταποκριθεί στην ανάγκη που έχει ήδη ωριμάσει. Η σημασία της σωστής δράσης του επικεφαλής βρίσκεται κυρίως στο ότι αυτός καταλαβαίνει την κατάσταση, πιάνει το νόημά της, βλέπει μακριά και προβάλλει το σωστό σύνθημα του αγώνα, εμψυχώνει και συσπειρώνει το λαό και τους αγωνιστές και τους μετατρέπει σε μια δυνατή επαναστατική δύναμη.
Το πρόβλημα λοιπόν της εξεύρεσης, του διορισμού του υπεύθυνου διοικητή, που θα αναλάβει την αρχηγία και τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και της μάχης, απασχόλησε άμεσα τις πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και των δύο επαρχιακών επιτροπών, του Βοΐου και της Σιάτιστας. Αυτές κατέληξαν στην απόφαση, το τμήμα Βοΐου με επικεφαλής και διοικητή τον υπ/γό Κυρατζόπουλο-Φωτεινό να αναλάβει την κύρια και υπεύθυνη διεξαγωγή της μάχης. Στην απόφαση αυτή κατέληξαν, γιατί το τμήμα αυτό του Βοΐου, η «Αστραπή», ήταν από τα κύρια και βασικά ανταρτικά τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας, συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη στρατιωτική και πολιτική πείρα, είχε στο ενεργητικό του τη θριαμβευτική δίμηνη προέλαση σε ολόκληρη σχεδόν την περιοχή και τα χωριά των Γρεβενών, των Βεντζίων, των Χασίων και του Βοΐου, την απελευθέρωση της Σιάτιστας και της Νεάπολης και την επιτυχή σύγκρουση στη μάχη με τους Ιταλούς στο Σνίχοβο. Ο δε διοικητής του τμήματος, ο υπ/γός Κυρατζόπουλος-Φωτεινός ήταν γνωστός από ενωρίτερα σε όλο σχεδόν τον πληθυσμό των επαρχιών Βοΐου και Γρεβενών, ως προϊστάμενος του ταχυδρομείου Γρεβενών και Τσοτυλίου, ήταν γνωστός σε όλους τους αξιωματικούς της μεραρχίας Κοζάνης, σε όλους τους υπαλλήλους της περιοχής. Καθώς επίσης ήταν από τους πρώτους οργανωτές και καθοδηγητές του απελευθερωτικού κινήματος στο Βόιο και στα Γρεβενά και ήταν, κατά βαθμό, ανώτερος από όλους τους αξιωματικούς του κινήματος αντίστασης, του μόνιμου ΕΛΑΣ στη Δυτ. Μακεδονία. Μεγάλο ρόλο έπαιξε η σχέση φιλίας με όλους τους αξιωματικούς και επικεφαλής του αντάρτικου τμήματος και με τις πολιτικές οργανώσεις της περιοχής Γρεβενών, Βοΐου, Σιάτιστας και Καστοριάς. Η αναγγελία του διορισμού του υπ/γού Κυρατζόπουλου-Φωτεινού ως αρχηγού και υπεύθυνου διοικητή όλων των τμημάτων για τη διεξαγωγή της επιχείρησης, έγινε ευμενέστατα αποδεκτή από το λαό, τους αξιωματικούς και τους μαχητές. Σε μένα λοιπόν ανατέθηκε το δύσκολο και σοβαρό έργο αυτό, να διευθύνω τις επιχειρήσεις και τη μάχη.
Υποχρεώθηκα να αναλάβω με υπευθυνότητα το βαρύτατο μα και επικίνδυνο αυτό έργο, με πλήρη γνώση των ευθυνών και συνεπειών. Η δε υποχρέωση απέρρεε πρώτα ότι, ως στρατιώτης, δεν μπορούσα να αρνηθώ την εντολή της επαρχιακής επιτροπής που αντιπροσώπευε την πολιτική εξουσία, δεύτερον, ήμουνα από τους πρώτους επικεφαλής του αντάρτικου που σήκωσαν τη σημαία της εξέγερσης στην περιοχή και είχα τη μεγαλύτερη ευθύνη και υποχρέωση, τρίτο, στη στρατιωτική ιεραρχία είχα τον ανώτερο βαθμό από τους άλλους συναδέλφους. Και εφόσον ήμασταν επικεφαλής του αγώνα και της επανάστασης και καλούσαμε το λαό στον ένοπλο αγώνα κατά των κατακτητών, ήμασταν υποχρεωμένοι, όχι μόνο να μην τον εγκαταλείψουμε στις κρίσιμες αυτές στιγμές, αλλά να τον οδηγήσουμε στη μάχη και τη νίκη. Είχα επίγνωση ότι μια αποτυχία ή μια λιποψυχία θα βάραινε θανάσιμα όχι μόνο το κίνημα αντίστασης γενικά, αλλά πιο πολύ τη συνείδησή μου. Οι άλλοι συνάδελφοι, ο Σκοτίδας, ο Αρριανός, ο Χείμαρρος και εγώ αποτελούσαμε την κεφαλή, τη στρατιωτική ηγεσία του ένοπλου αγώνα. Λόγω της θέσης μας αυτής όλοι -και πιο πολύ εγώ- θα δεχόμασταν τις κατηγορίες από παντού, από όλες τις πλευρές, θα μας κατηγορούσαν για ανίκανους στρατιωτικούς, για τυχοδιώκτες, για υπεύθυνους των καταστροφών, για το άκαιρο της εξέγερσης. Γιατί, όπως αργότερα εξελίχτηκαν τα γεγονότα, όλοι οι εχθροί του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ξένοι και ντόπιοι, ζητούσαν επί πίνακι την κεφαλή του Φωτεινού, του Σκοτίδα, του Αρριανού, του Χείμαρρου και του Λιάκου.
Απο αριστερά: Ηλίας Παπαδημητρίου-Λιάκος, Νίκος Θεοχαρόπουλος-Σκοτίδας, Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός, Αριστοτέλης Χωτούρας-Αρριανός, Νίκος Παπαστεργίου-Φουρκιώτης. Τσοτύλι Απρίλης 1943

Ενάντια σε όλους μας ξεσηκώθηκε όλη η μαύρη αντίδραση, όλοι οι εχθροί με την αντεπανάσταση, που έκαναν τις προδοσίες στο Μπουγάζι, τον Αυγερινό και το Μελάνθιο, με την από κοινού επίθεση με τους κατακτητές και την αντίδραση. Το πρόβλημα που προβλήθηκε ευθύς αμέσως ήταν πάρα πολύ μεγάλο, βαρύ, δύσκολο και απρόβλεπτο και εγκυμονούσε πολλούς και μεγάλους κινδύνους. Το πιο δύσκολο και σοβαρό ήταν ότι δεν υπήρχε από την αρχή της εξέγερσης ενιαία διοίκηση των ανταρτών με επιτελείο, που να έχει μελετήσει και να προετοιμάσει αυτή την γιγαντιαία επιχείρηση. Το πρόβλημα που έμπαινε σε όλους μας και κυρίως σε μένα που αναλάμβανα την ενιαία διοίκηση ήταν, όχι μονάχα να κερδίσουμε τη μάχη, αλλά να έχουμε και τα καλύτερα αποτελέσματα, με τις λιγότερες απώλειες. Τα καλά δε αποτελέσματα, όπως είναι γνωστό, εκτός από τους άλλους παράγοντες, εξαρτώνται και από τις δυνάμεις και τα μέσα που διαθέτεις, σε σχέση μ’αυτά που διαθέτει ο αντίπαλος. Η σημασία δε της νίκης βρίσκεται και στο γεγονός του βαθμού των απωλειών, γιατί μπορεί να κερδίσεις μια μάχη, αλλά όταν σε αυτή έχεις μεγάλες απώλειες, τότε αυτή δεν είναι νίκη, αλλά πύρρειος νίκη. Κι εμείς αυτό το πράγμα θέλαμε να το αποκλείσουμε, να το αποφύγουμε, γιατί δε μας συνέφερε ιδίως αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο και στην αρχή της εξέγερσης.
Ιδιαίτερα στους επαναστατικούς στρατούς, στους στρατούς που μόλις σχηματίζονται και οργανώνονται, όταν η επανάσταση, η εξέγερση βρίσκεται στα πρώτα της βήματα, στην αρχή, αποκτάει ιδιαίτερη και εξαιρετική σημασία η μελετημένη χρήση των δυνάμεων, με φειδώ, γιατί οι δυνάμεις σου είναι αυτές που έχεις και καθορισμένες, δεν έχεις με τι να τις αντικαταστήσεις, θα χρειασθεί ίσως χρόνος πολύς να τις ετοιμάσεις και αν μπορέσεις, ενώ ο αντίπαλος έχει ανεξάντλητες, άφθονες δυνάμεις και εφεδρείες και θα σε συντρίψει, οπότε χάνεται το παιχνίδι και η εξέγερση και η επανάσταση καταπνίγεται. Αυτά τα προβλήματα μπήκαν μπροστά μου για λύση.
Αν και το έργο αυτό ήταν πολύ δύσκολο και υπεύθυνο και, ίσως, και ανώτερο των δυνάμεών μου, δέχτηκα, πρώτα, γιατί ήμουν στρατιώτης και είχα αναλάβει ήδη και είχα δώσει τον όρκο του λαού, ότι δηλαδή θα αγωνιστώ για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας και δεν μπορούσα να παραβώ τον όρκο και να τα εγκαταλείψω. Δεύτερο, γιατί είχα μεγάλη πίστη στους καλούς συνεργάτες, στα καλά και ικανά στελέχη και στους αξιωματικούς, στον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητα του απελευθερωτικού στρατού και πιο πολύ στην αγάπη και στην υποστήριξη που είχα από ολόκληρο το λαό.
Μόλις ανέλαβα τη γενική διοίκηση και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, συνδέθηκα αμέσως από τηλεφώνου με την επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Σιάτιστας και μέσω αυτής έδωσα την εξής εντολή και παραγγελία στα τμήματα Σιάτιστας–Σινιάτσικου, που μάχονταν και συγκρούονταν με τους Ιταλούς: «Να κρατήσουν με κάθε μέσο τις θέσεις τους, να αποκρούσουν όλες τις προσπάθειες των Ιταλών, να καταλάβουν τη Σιάτιστα, να τους καθηλώσουν στις θέσεις τους, να πάρουν σύνδεση άμεσα με τα τμήματα Βεντζίων, τα οποία πρέπει να συγκεντρωθούν στα υψώματα βορείως του χωριού Έξαρχου, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και να περιμένουν οδηγίες μας και ότι εντός ολίγου ερχόμαστε σε βοήθεια με όλες μας τις δυνάμεις». Επίσης παραγγείλαμε στα τμήματα Γρεβενών: «Να βρίσκονται σε στενή επαφή και σύγκρουση με τον εχθρό, να τον χτυπούν και να τον πιέζουν από τα νώτα και να περιμένουν νεότερες εντολές και οδηγίες μας». Η δεύτερή μου ενέργεια ήταν να βρω τους άμεσους βοηθούς και συνεργάτες. Σχημάτισα προσωρινό επιτελείο από τους ταγ/χες Κοντονάση και Πόρτη. Και τον μεν Κοντονάση τον πήρα σαν άμεσο βοηθό και συνεργάτη για τα στρατιωτικά ζητήματα, είδος επιτελάρχη, τον δε Πόρτη, μαζί με τον αντιπρόσωπο της επαρχιακής επιτροπής ΕΑΜ Βοΐου, τον Α. Κωτόπουλο, να αναλάβουν να κινητοποιήσουν τις δεκαρχίες, να τις οργανώσουν για τις μεταφορές, τον εφοδιασμό κλπ.
Ο εχθρός μπροστά στα γεγονότα που εξελίσσονταν στη Δυτ. Μακεδονία αποφάσισε να επέμβει με μεγάλες δυνάμεις για να εξοντώσει τον απελευθερωτικό στρατό και να υποτάξει την περιοχή. Μ’ένα σύνταγμα στρατού και μια μοίρα πυροβολικού και άλλες υπηρεσίες κατείχε την Καστοριά και άλλα σημεία. Με δύναμη περίπου 1000-1200 ανδρών, μια πυροβολαρχία και λόχο λεγεωνάριων κατείχε τα Γρεβενά. Αυτές ήταν οι ιταλικές δυνάμεις στο χώρο της Δυτ. Μακεδονίας, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Οι Γερμανοί κατείχαν την Κοζάνη με δύναμη τάγματος και τη Φλώρινα με δύναμη συντάγματος. Εκτός αυτών, οι Γερμανοί κατείχαν τη Βεύη, το Αμύνταιο και την Πτολεμαΐδα, με δύναμη περίπου λόχου. Αυτές ήταν οι εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά στο χώρο των επιχειρήσεων με τους Ιταλούς. Εκτός αυτών, στην κατοχή και στον έλεγχο του εχθρού βρισκόταν η συγκοινωνία, ο δημόσιος δρόμος από Λάρισα-Κοζάνη-Φλώρινα και η συγκοινωνία Κοζάνη–Βέροια-Θεσσαλονίκη. Το ηθικό του εχθρού, των μεν Ιταλών βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και διαρκώς έπεφτε, των δε Γερμανών, παρά την ήττα τους στο Στάλινγκραντ, εξακολουθούσε να είναι ανεβασμένο.
Ποιά η κατάσταση στο δικό μας στρατόπεδο, ποιές οι αδυναμίες μας και πώς ήταν κατανεμημένες και διατεταγμένες στις 4 του Μάρτη, ημέρα έναρξης των επιχειρήσεων, δηλαδή της εξόδου του ιταλικού τάγματος από τα Γρεβενά. Όλη η περιοχή από Χάσια, Γρεβενά, εκτός της πόλης των Γρεβενών, τα Βέντζια, η Σιάτιστα με το Σινιάτσικο, το Βόιο και η Καστοριά, πλην της πόλης Καστοριάς, του Άργους Ορεστικού και ορισμένων άλλων σημείων που κατείχαν οι Ιταλοί, ήταν ελεύθερη και επαναστατημένη. Εδώ πρόκειται για την ιταλοκρατούμενη περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας.
Ποιες οι δυνάμεις μας, πώς ήταν διατεταγμένες προ της μάχης και οι αποστολές τους. Κυρίως για τις μόνιμες ανταρτικές μονάδες:
  1. Στα Γρεβενά-Χάσια. Ένα τμήμα από 35 άνδρες με τον υπολοχαγό Γκανάτσιο-Χείμαρρο στο χώρο ΒΔ των Γρεβενών. Δεύτερο τμήμα από 30 άνδρες στα Χάσια, με τον Τασιανόπουλο–Αεροβηματά. Τρίτο τμήμα από 25 άνδρες στην περιοχή Ζιάκα-Σπήλαιο-Πολυνέρι, με τον ανθ/γό Παπαδόπουλο-Νικηφόρο και τον Προμηθέα. Τα μόνιμα αυτά τμήματα είχαν στη δικαιοδοσία τους τις δεκαρχίες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που η δύναμή τους σε μάς ήταν άγνωστη.
  2. Στα Βέντζια, ένα τμήμα από 25 άνδρες, με τον ανθ/γό Ζυγούρα–Παλαιολόγο, στο χώρο Κέντρο-Σαρακίνα-Έξαρχο, με τις δεκαρχίες εφεδρικού ΕΛΑΣ, που η δύναμή τους σε μας ήταν άγνωστη.
  3. Σινιάτσικο-Σιάτιστα. Ένα τμήμα από 35 άνδρες με τους ανθ/γούς Κατσόγιαννο και Υψηλάντη στη Σιάτιστα. Δεύτερο τμήμα με δύναμη 18 ανδρών με τον Βενετσανόπουλο στον Πολύλακκο. Τρίτη δύναμη από 25 άνδρες στη Βλάστη-Μπλάτσι με τον ανθ/γό Μίχα-Θεοδωρίδη.
  4. Στην Καστοριά, ένα τμήμα από 60 άνδρες σε ομάδες με τους αξιωματικούς Γ. Γιαννούλη, Κιουρτσιδάκη, Κουλούρη, Πατσιούρα και Μπασκάκη στην περιοχή Λάγκα, Νεστορίου, με τις δεκαρχίες, εφεδρικό ΕΛΑΣ, που η δύναμή τους ήταν άγνωστη σε μας.
  5. Στο Βόιο. Δυο ομάδες συνολικά 70-75 άνδρες. Η μια ομάδα από 38 άνδρες με τον ανθ/γό Αρριανό στην περιοχή Βογατσικού και η άλλη ομάδα από 37 άνδρες με τον υπ/γό Φωτεινό και τον ανθ/γό Σκοτίδα στο χώρο Μόρφης-Πενταλόφου, με τις δεκαρχίες των χωριών του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που η δύναμή τους ήταν άγνωστη σε μας.
Ο οπλισμός που διέθεταν τα τμήματά μας ήταν ελαφρύς. Ατομικά όπλα Μάλινχερ, οπλοπολυβόλα και λίγα πολυβόλα Χότσκις και ιταλικά από τα λάφυρα. Πυρομαχικά ελάχιστα. Αυτή ήταν η διάταξη των τμημάτων μας. Το κάθε τμήμα δρούσε αυτοκέφαλα. Ενιαία διοίκηση δεν υπήρχε ούτε ακόμα τα τμήματα της αυτής επαρχίας δρούσαν κάτω από ενιαία διοίκηση και σχέδιο, δρούσαν τρόπον τινά σαν καπετανάτα.
Εφεδρείες δικές μας είχαμε όλο τον επαναστατημένο λαό της περιοχής, όμως με ελάχιστο οπλισμό. Απεναντίας, ο εχθρός ήταν σε πολύ πλεονεκτική θέση, με συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, με άφθονα και ισχυρότατα μέσα πυρός, με ενιαία διοίκηση και ενιαίο σχέδιο και με τις εφεδρείες του πολύ κοντά στα Γρεβενά, την Καστοριά και την Κοζάνη. Και είναι μεν αλήθεια ότι η επανάσταση στην περιοχή μας, τη Δυτ. Μακεδονία είχε σημειώσει εξαιρετικές επιτυχίες, με την απελευθέρωση ολόκληρης της περιοχής, πλην των κέντρων που αναφέραμε, όμως ήταν ακόμα αρχή, έλειπε απ’ όλους μας η πείρα και πρώτη φορά αντιμετωπίζαμε τέτοιου είδους πόλεμο, τον ανταρτοπόλεμο και τη λαϊκή εξέγερση, όπου τα προβλήματα είναι πολύπλοκα και πολυσύνθετα. Η επανάσταση βρισκόταν σε άνοδο και σε εξέλιξη και έπρεπε όχι μόνο να σταθεροποιήσουμε τις μέχρι τώρα κατακτήσεις και να κρατήσουμε υψηλά το φρόνιμα του λαού και τη θέλησή του για αγώνα, αλλά να τσακίσουμε και όλες τις απόπειρες και προσπάθειες του εχθρού να καταπνίξει το κίνημα. Είναι η πρώτη σοβαρή και μεγάλη επιχείρηση που διεξάγουμε με τον εχθρό.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και το εξίσου σοβαρό, μα και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, της σιωπής της ανώτερης και ανώτατης οργάνωσης του απελευθερωτικού κινήματος, που τήρησε σε όλη τη διάρκεια των πολεμικών γεγονότων στην περιοχή μας. Είτε γιατί τα γεγονότα στην περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας εξελίσσονταν ραγδαία και δεν μπορούσαν να τα παρακολουθήσουν και να τα προλάβουν, είτε από αδυναμία και ανικανότητά τους. Ούτε η Νομαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Κοζάνης ούτε και το Μακεδονικό Γραφείο δεν μας έδωσαν καμιά οδηγία και βοήθεια, ούτε καν έδωσαν σημεία ζωής και ύπαρξης. Τους φόβιζε η εξέγερση του λαού και ήταν τρομοκρατημένοι ότι και σε μας εδώ μπορεί να συμβεί ό,τι είχε γίνει με την Ανατολική Μακεδονία τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 1941, με την κατάπνιξη της εξέγερσης του λαού από τους Βουλγάρους. Και θέλησαν να μείνουν στην άκρη, αμέτοχοι, και να φορτώσουν τις ευθύνες στους άλλους, σε μας, που ξεσηκωθήκαμε και πήραμε τα όπλα και καλέσαμε το λαό σε γενική ένοπλη εξέγερση κατά των κατακτητών, σε γενική επανάσταση. Όλα λοιπόν όσα είχαν γίνει μέχρι τώρα και όσα επακολούθησαν και αργότερα κατορθώθηκαν με τις ντόπιες δυνάμεις του λαού και των ανταρτών, με τις ντόπιες πολιτικές οργανώσεις και τους μικρούς, μα γενναίους αξιωματικούς της περιοχής, που στις μεγάλες και κρίσιμες αυτές στιγμές και τις εξαιρετικά δύσκολες ο λαός ανέδειξε. Η ευθύνη λοιπόν που ανέλαβα ήταν παρά πολύ μεγάλη και σοβαρή, το έργο μεγάλο και υπεύθυνο και από τη σωστή διαχείριση εξαρτιόταν η έκβαση της ένοπλης εξέγερσης και επανάστασης και η ζωή χιλιάδων ατόμων. Και ήξερα ακόμα πως μια αποτυχία θα βάραινε αποκλειστικά και μόνο εμένα, στον οποίο θα φορτώνονταν όλα, με τις βαριές συνέπειες. Και όμως, παρ’όλ’αυτά στήριξα τις ελπίδες στα ικανά και αφοσιωμένα στελέχη του στρατού και των πολιτικών οργανώσεων, στο λαό και στο δίκαιο αγώνα που είχαμε αναλάβει.
Έπρεπε τώρα να καταστρώσουμε ένα σχέδιο, το σχέδιο διεξαγωγής της επιχείρησης. Το πιο δύσκολο πρόβλημα ήταν να συγκεντρώσουμε και να κινητοποιήσουμε αυτές τις σκόρπιες δυνάμεις μας γύρω από τον εχθρό και να τις ρίξουμε στη μάχη. Κρίθηκε αναγκαίο και σωστό το σχέδιο της επιχείρησης να το συντάξουμε, όταν πάρουμε τις τελευταίες πληροφορίες και όταν πάμε κοντά στο πεδίο της μάχης, να λάβουμε και προσωπική εικόνα της κατάστασης. Αφού αναθέσαμε στον Πόρτη και τον Κωτόπουλο την κινητοποίηση των δεκαρχιών, πήρα μαζί μου τον ταγ/ρχη Κοντονάση, που εκτελούσε χρέη επιτελάρχη και διευθυντή -κατά κάποιον τρόπο- του τρίτου γραφείου με αυτοκίνητο και με συνοδεία το τμήμα της «Αστραπής», που το διοικεί τώρα ο ανθ/γός Σκοτίδας, με βοηθό τον λοχία Νταϊλιάνη, φθάσαμε στο μοναστήρι του Τσουρούσνου, κοντά στον τομέα των επιχειρήσεων, όπου και στήσαμε την έδρα της διοίκησής μας. Ο ηγούμενος του μοναστηριού μας δέχθηκε με ενθουσιασμό, καλοσύνη και μας περιποιήθηκε. Το μοναστήρι είχε τηλέφωνο. Αμέσως συνδεθήκαμε με την επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Σιάτιστας της γνωρίσαμε το σταθμό διοίκησής μας και ζητήσαμε να μας ενημερώσουν για την κατάσταση και να αναμένουν καινούργιες οδηγίες.
Όπως έχουμε αναφέρει και παραπάνω, οι Ιταλοί με δύναμη 650 περίπου ανδρών και 3 πυροβόλα, στις 4 του Μάρτη το απόγευμα, εξόρμησαν από τα Γρεβενά για την πραγματοποίηση του σχεδίου τους. Την πρώτη ημέρα κατόρθωσαν να φτάσουν στον Αλιάκμονα και να καταλάβουν τη γέφυρα «Μαύρη γέφυρα», έκαναν δηλαδή προγεφύρωμα. Τα τμήματά μας των Γρεβενών, κυρίως οι δεκαρχίες των γύρω χωριών με επικεφαλής τον ανθυπασπιστή Παπασίμο, ήλθαν από την πρώτη στιγμή σ’επαφή με τον εχθρό και όλη την ημέρα συνεχίζονταν οι μικροσυγκρούσεις. Τον παρενοχλούσαν στην ελεύθερη κίνησή του προς Σιάτιστα, επιβραδύνοντας έτσι την πορεία του. Τη δεύτερη ημέρα, 5 του Μάρτη, ο εχθρός έκανε σοβαρές προσπάθειες να επεκτείνει το προγεφύρωμα και να κινηθεί προς τα εμπρός, προς Σιάτιστα-Μπουγάζι, όμως τώρα συναντά σοβαρή αντίσταση από τα τμήματα Σιατίστης που προσέτρεξαν στο πεδίο της μάχης. Έτσι ο εχθρός αντιμετωπίζει από τα νώτα τα τμήματα των Γρεβενών με τον Παπασίμο και από μπροστά τα τμήματα Σιάτιστας με τους Κατσόγιαννο, Υψηλάντη και Χαρισιάδη.
Όλες οι προσπάθειες του εχθρού να επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό, να κατάλάβουν δηλαδή τη Σιάτιστα, τη δεύτερη αυτή μέρα των επιχειρήσεων, απέτυχαν. Τα τμήματά μας μάχονταν με ηρωισμό. Οι Ιταλοί, λόγω της υπεροχής των δυνάμεων που είχαν και των μέσων που διέθεταν, με ενιαία διοίκηση, δεν ανησυχούσαν και σοβαρά από την καθυστέρηση και πίστευαν ότι οι αντάρτες δεν θα αντέξουν και τρίτη ημέρα. Γι αυτό και δε βιάζονταν και τόσο και δεν έδειχναν πεισμονή. Παρ’όλ’αυτά είχαν προχωρήσει αρκετά, είχαν φθάσει στη διασταύρωση των δημόσιων δρόμων από Κοζάνη προς Γρεβενά-Νεάπολη, είχαν φθάσει στα αμπέλια και συνέχιζαν βραδέως, αλλά σταθερά με σκοπό να πιάσουν και τα ριζά του βουνού της Σιάτιστας. Από την πλευρά των Βεντζίων οι Ιταλοί δεν αντιμετώπιζαν σοβαρή εκδήλωση, αλλά ελάχιστη και σποραδική. Αυτήν την κατάσταση βρήκαμε όταν τις απογευματινές ώρες φθάσαμε στο μοναστήρι, όπου και ο σταθμός της διοίκησής μας και ενημερωθήκαμε από την επιτροπή.
Στην έκθεση που μας έκανε η επιτροπή του ΕΑΜ Σιάτιστας διακρίνονταν η απογοήτευση και ο φόβος που τους είχε καταλάβει. Και είναι αλήθεια ότι ο λαός της Σιάτιστας έτρεχε και βοηθούσε τους μαχόμενους αγωνιστές μας, όμως είχαν αρχίσει να κάνουν προετοιμασίες για την εγκατάλειψη της πόλης.
Αμέσως δώσαμε την εξής εντολή στα τμήματα Σιάτιστας από τηλεφώνου, μέσω της επιτροπής ΕΑΜ Σιάτιστας: «Για κανένα λόγο να μην υποχωρήσουν και να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, αλλά με όλα τα μέσα που διαθέτουν να κρατηθούν στις θέσεις που βρίσκονται και ότι εντός ολίγου έρχονται σε βοήθεια οι δυνάμεις του Βοΐου και να περιμένουν νεώτερες οδηγίες και εντολές». Τους γνωρίσαμε και το σταθμό διοίκησής μας. Επίσης από τηλεφώνου, μέσω επιτροπής ΕΑΜ Σιάτιστας, στα τμήματα Βεντζίων δόθηκε η εξής εντολή μας που στάλθηκε με σύνδεσμο: «Όλες οι δυνάμεις τους να συγκεντρωθούν στα βόρεια υψώματα του χωριού Έξαρχος περί την σιδηροδρομική γραμμή και να περιμένουν νεότερες εντολές και να είναι έτοιμοι προς μάχην». Επίσης με σύνδεσμο ειδοποιήσαμε και τα τμήματα Γρεβενών που βρίσκονταν στα υψώματα Κοκκινιάς, στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα, «να συγκεντρώσουν όσες δυνάμεις μπορούν περισσότερες και να περιμένουν νεότερες εντολές». Ταυτόχρονα ειδοποιήθηκε και ο Βενετσανόπουλος να είναι έτοιμος για τη μάχη. «Σκοπός, η εξόντωση και η αιχμαλωσία του εχθρού». Σχέδιο: «Επίθεση από όλες τις πλευρές, ανατολή, δύση, βορά και νότο, κύκλωση του εχθρού από παντού, χτύπημα και εξόντωσή του». Η κύρια αποστολή δόθηκε στα τμήματα του Βοΐου που θα δρούσαν από βορά. Αυτό ήταν το γενικό μας σχέδιο. Και πιο συγκεκριμένα, δώσαμε στο κάθε τμήμα τη δική του μόνο αποστολή, γιατί δεν είχαμε χρόνο, αλλά ούτε και τα μέσα να φτιάξουμε γενική διαταγή και να την στείλουμε στον καθένα. Επίσης ένα σοβαρό μειονέκτημα που είχαμε σαν διοίκηση, ήταν ότι δεν είχαμε ακριβή αντίληψη των δυνάμεων που διαθέταμε. Εκείνο μόνο που ξέραμε, ήταν ότι τα τμήματά μας βρίσκονταν σ’αυτές τις τοποθεσίες και ποιοί είναι επικεφαλής τους. Στα τμήματα λοιπόν της Σιάτιστας δώσαμε την εντολή να επιτεθούν από την κατεύθυνση Αμπέλια-δημόσιος δρόμος με την κύρια δύναμή τους σε στενή δράση και συνδυασμό με τα τμήματα Βεντζίων, που θα δρούσαν από νότο, να ανατρέψουν τον εχθρό από τις προωθημένες θέσεις του και σε συνέχεια να προχωρήσουν και να προσβάλουν τον κύριο όγκο του εχθρού με τα πυρά τους και τη διείσδυση, να επιφέρουν σύγχυση και πανικό στις τάξεις του και με την ενέργειά τους αυτή να προκαλέσουν την κύρια προσοχή του. Με ορισμένες δυνάμεις και κατάλληλο αξιωματικό να καταλάβουν τα στενά του Μπουγαζιού και να επιτηρούν το δρόμο Κοζάνης-Γρεβενών, με σκοπό να χτυπήσουν και να παρενοχλήσουν τυχόν ενισχύσεις του εχθρού από την Κοζάνη, προωθώντας περιπολίες προς τα Καραγιάννια και το Βατερό.
Στα τμήματα Βεντζίων με επικεφαλής τον Παλαιολόγο δώσαμε την εντολή να επιτεθούν από τα υψώματα Εξάρχου, να περάσουν τη σιδηροδρομική γραμμή, να χτυπήσουν και να κυνηγήσουν τις πλαγιοφυλακές του εχθρού και σε συνέχεια, σε στενή σύνδεση και επαφή με τα τμήματα Σιάτιστας, με άλματα να φθάσουν κοντά στις κύριες θέσεις του εχθρού, που είναι εγκατεστημένος πάνω στο δημόσιο δρόμο, από τη διακλάδωση προς Γρεβενά. Με τα πυρά τους και τη διείσδυσή τους να προκαλέσουν την προσοχή του εχθρού και να βρίσκονται σ’επαφή με τα τμήματα Σιάτιστας, που δρουν από την κατεύθυνση Σιάτιστα–Αμπέλια- δημόσιος δρόμος.
Διατάξαμε τα τμήματα Γρεβενών του Παπασίμου, να επιτεθούν από δυσμάς στα νώτα του εχθρού, να περάσουν τον Αλιάκμονα, να καταλάβουν τα υψώματα αριστερά -ανατολικά της γέφυρας και με τα πυρά τους και τις διεισδύσεις τους να προκαλέσουν τα πυρά και τη προσοχή του εχθρού, ταυτόχρονα δε με ορισμένες δυνάμεις και υπεύθυνο αξιωματικό να καταλάβουν τα υψώματα του Βατόλακκου και τις γύρω κατάλληλες θέσεις, με αποστολή να αποκρούσουν και να εμποδίσουν τυχόν εφεδρείες των Ιταλών από τα Γρεβενά να κινηθούν προς το πεδίο της μάχης.
Στο τμήμα του Αρριανού δόθηκε η εντολή να καταλάβει, ενισχυμένο και με τις τοπικές δεκαρχίες, θέσεις στα στενά του Βογατσικού, να φράξει τη δίοδο, οχυρωμένο σ’αυτή και να εμποδίσει τυχόν κίνηση του εχθρού από την Καστοριά προς το πεδίο της μάχης, να έλθει σε επαφή με τα τμήματα της Καστοριάς, τα οποία να συγκεντρωθούν στην περιοχή Αμμουδάρας και να βρίσκονται σε στενή επαφή μεταξύ τους.
Στα τμήματα του Βοΐου δόθηκε η κύρια αποστολή. Τη νύχτα της 5 προς 6 του Μάρτη, μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα από το Τσοτύλι και τη Νεάπολη, στο Τσουρούσνο-Βρογγίστα και ήταν οργανωμένα συνολικά σε 4 διμοιρίες από 30-35 άνδρες η καθεμιά, με τους επικεφαλής αξιωματικούς τους, δηλαδή τον έφεδρο υπο/γό Μπίρδα Θωμά, τον μόνιμο υπο/γό Μπουλογιάννη, τον έφεδρο υπο/γό Πόρτη και στην τέταρτη διμοιρία δεν ενθυμούμαι ποιος ήταν ο αξιωματικός. Στις δυνάμεις αυτές προστέθηκε και το μόνιμο τμήμα των ανταρτών, η «Αστραπή», με διοικητή τον έφεδρο ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο-Σκοτίδα, που από τις 5 του Μάρτη βρισκόταν με τον διοικητή και αρχηγό της επιχείρησης, υπο/γό Κυρατζόπουλο-Φωτεινό, στο Τσουρούσνο. Η «Αστραπή» αποτελούσε την κύρια και αποκλειστική δύναμη κρούσης, λόγω της άριστης και ισχυρής στρατιωτικής οργάνωσης, της πείρας και της πειθαρχίας και του ισχυρότατου και δυνατού οπλισμού που κατείχε. Η αποστολή που δόθηκε στα τμήματα Βοΐου, που τελούσαν κάτω από την άμεση διοίκηση του υπ/γού Φωτεινού, του διοικητή και διευθυντή όλης της επιχείρησης, ήταν να επιτεθούν από τα βόρεια και Β.Δ υψώματα της Βρογγίστας, να ανατρέψουν τις θέσεις του εχθρού, να τον εξοντώσουν και να τον αιχμαλωτίσουν, εκμεταλλευόμενοι τις επιθέσεις και τα πυρά των άλλων τμημάτων μας, που ενεργούσαν από τις άλλες κατευθύνσεις.
Ώρα έναρξης των επιχειρήσεων η 06:00 το πρωί της 6 Μαρτίου. Η διαταγή μας ήταν μικρή, απλή και συγκεκριμένη για το κάθε τμήμα και γενικά, περιέκλειε όλους τους σκοπούς και τις επιδιώξεις μας, τη συντριβή του εχθρού. Σε κάθε τμήμα δώσαμε το κομμάτι εκείνο της διαταγής που αφορούσε αυτό και μόνο.
Στα τμήματα Σιάτιστας η διαταγή καθώς και για τα τμήματα Βεντζίων διαβιβάστηκε από τηλεφώνου στην επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Σιάτιστας και αυτή με συνδέσμους την έστειλε στα τμήματα Σιάτιστας και Βεντζίων. Με σύνδεσμο στάλθηκε και στα τμήματα Γρεβενών και στον Βενετσανόπουλο. Επειδή υπήρχε ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την Κοζάνη ο εχθρός να στείλει αμέσως ενισχύσεις με αυτοκίνητα, γι’αυτό συνδεθήκαμε τηλεφωνικώς με τους υπαλλήλους του τηλεγραφείου Κοζάνης, που ήμασταν όχι μόνο γνωστοί από νωρίς σαν υπάλληλοι των ΤΤΤ, αλλά και πολλοί από αυτούς ήταν οργανωμένοι στο απελευθερωτικό κίνημα και καλοί πατριώτες και τους δώσαμε εντολή και οδηγίες να παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρού στην Κοζάνη και να μας ενημερώνουν ανελλιπώς. Η σύνδεση έγινε με τον τηλεγραφητή Κλεισιάρη και τον διευθυντή Θεοδωρίδη. Επίσης, για να εξουδετερώσουμε το πυροβολικό του εχθρού, δώσαμε εντολή στα τμήματα της κύριας επίθεσης του Βοΐου να κινηθούν σύντομα και με σχηματισμούς προσπελάσεως να εκμεταλλευθούν το σκοτάδι και να πλησιάσουν όσο μπορούν πιο γρήγορα τη γραμμή επίθεσης, αφού καταλάβουν τη γραμμή και τη θέση που τους υποδείξαμε, δηλαδή απόσταση 350-400 περίπου μέτρα από τον εχθρό, απ’όπου να εξορμήσουν, εκμεταλλευόμενοι τα πυρά και τις επιθέσεις των άλλων τμημάτων μας, που ενεργούσαν από τις άλλες κατευθύνσεις, να ανατρέψουν τον εχθρό και να τον αναγκάσουν να παραδοθεί ή να τον συντρίψουν.
Ο εχθρός διανυκτέρευσε πάνω στο δημόσιο δρόμο Γρεβενών-Κοζάνης, σε τοποθεσία κάπως καλή, με μικρά υψωματάκια, όπου οργανώθηκε κάπως πρόχειρα και ήταν βέβαιος για την εύκολη πορεία του την επαύριον προς την Σιάτιστα. Είχε την εντύπωση ότι οι αντάρτες ή διαλύθηκαν ή υποχώρησαν και έφυγαν, γιατί δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό τους ότι οι αντάρτες μπορούν να συνεχίσουν τη μάχη και τις συγκρούσεις και για τρίτη ημέρα, αλλά και γιατί πίστευαν ότι θα τους ερχόταν βοήθεια από τις γειτονικές φρουρές. Τους συλλογισμούς αυτούς ο εχθρός τους έκανε από το γεγονός ότι τις βραδινές ώρες της 5 του Μάρτη τα πυρά και η αντίσταση από τα τμήματά μας είχαν αραιώσει και αδυνατίσει. Επίσης οι Ιταλοί δεν προχώρησαν τις βραδινές ώρες προς τη Σιάτιστα, ούτε έστειλαν και προς την κατεύθυνση αυτή ανιχνευτικές περιπολίες το βράδυ, ίσως από φόβο γιατί τους είχε πάρει η νύχτα, ίσως από την πεποίθηση που είχαν σχηματίσει ότι οι αντάρτες διαλύθηκαν. Και πίστευαν ότι η νίκη είναι μαζί τους. Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορούσε να βρεθεί μέσα στο μυαλό τους και τη σκέψη τους. Πώς έβλεπαν και πώς εξηγούσαν την κατάσταση; Και πράγματι, ως ένα μεγάλο βαθμό, οι Ιταλοί δεν είχαν και τόσο μεγάλη ανάγκη να ανησυχούν, γιατί εκτός από τη δύναμη που είχαν στα χέρια τους, βρίσκονταν σε πολύ καλή και πλεονεκτική θέση από εμάς, γιατί σε απόσταση είκοσι περίπου χιλιομέτρων βρίσκονταν οι φιλικές τους δυνάμεις στην Κοζάνη, που μπορούσαν σε μισή ώρα με τα αυτοκίνητα να έλθουν σε βοήθειά τους.
Σε απόσταση 30 περίπου χιλιομέτρων βρίσκονταν και οι εφεδρείες τους στα Γρεβενά, που μπορούσαν σε 30 ή 40 λεπτά με τα αυτοκίνητα να έλθουν σε βοήθειά τους στο πεδίο της μάχης. Και σε 40 χιλιόμετρα βρίσκονταν επίσης οι φιλικές τους δυνάμεις στην Καστοριά, που μπορούσαν σε μια ώρα τα αυτοκίνητα να έλθουν. Όλα λοιπόν αυτά και ένα σωρό άλλα που σκέπτονταν και υπολόγιζαν τους έκαναν να μην ανησυχούν σοβαρά από τους «κατσιαπλιάδες» και τους «μπαντίτ», όπως μας έλεγαν. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ποτέ ότι σε μια τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, μ’ένα τόσο μεγάλο στρατό κατοχής, θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί μια άοπλη και κατακτημένη χώρα και ένας λαός με τα λίγα λιανοτούφεκά του. Όμως δεν υπολόγισαν σ’ένα σοβαρό παράγοντα, την απόφαση δηλαδή που είχε πάρει ολόκληρος ο λαός να αγωνιστεί για τη λευτεριά του, να τους διώξει από την πατρίδα του. Η αγάπη προς την πατρίδα, την ελευθερία και την ανεξαρτησία γίνεται ισχυρότερη από τη βία και τη δύναμη των όπλων του εχθρού. Εμείς λοιπόν οι εξεγερμένοι, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε τούτη τη φορά, το διαθέσαμε όλο. Εφεδρείες άλλες δεν είχαμε ούτε και περιμέναμε από αλλού. Ένα σχέδιο, όσο καλό κι αν είναι, για να πραγματοποιηθεί, χρειάζεται να εκπληρώνει δυο βασικούς όρους: την καλή προπαρασκευή και τη διάθεση ικανών και κατάλληλων εκτελεστών, αυτών που κύρια θα αγωνιστούν και θα παλέψουν για την εκπλήρωσή του.
Σε μας τώρα, σε μένα ως υπεύθυνο και διοικητή, τις αδυναμίες και τις σοβαρότατες ατέλειες που παρουσίαζε η προετοιμασία για τη μάχη, τις κάλυπταν οι ικανοί και άξιοι εκτελεστές, αυτοί που αναλάμβαναν να εκπληρώσουν το σχέδιο, την αποστολή. Όλοι όσοι πήραν μέρος στην επιχείρηση είχαν μια μόνη γνώμη και σκέψη, μια ψυχή και θέληση, σαν να ήταν ένας μόνο άνθρωπος. Ήταν ο ίδιος αναγεννημένος λαός μας και ο καθένας μας, γινόταν αυτοσχέδιος στρατηγός στη σκέψη και τη σύλληψη. Μέσα στον κάθε μαχητή και διοικητή τμήματος ήταν αποκρυσταλλωμένη αυτή η θέληση και η απόφαση για τη νίκη. Τις πρωινές ώρες της 6 Μαρτίου, από τη βάση εξόρμησης, κινήθηκαν οι δυνάμεις του Βοΐου, 5 οργανωμένες διμοιρίες με σύντομη πορεία και με διάταξη μάχης για να εκμεταλλευτούν το σκότος. Και όταν πια ξημέρωσε το τμήμα πήρε το σχηματισμό προσπελάσεως για την αποφυγή του εχθρικού πυροβολικού, γιατί ακόμα ήμασταν μακριά από τις θέσεις του εχθρού. Ο εχθρός από τα παρατηρητήριά του αντιλήφθηκε τις κινήσεις του τμήματος και άρχισε να βάλλει με τα τρία πυροβόλα προς τα προελαύνοντα τμήματα του Βοΐου. Από βλήμα πυροβολικού κατά την προσπέλαση τραυματίστηκε ο λοχίας Κυρατζόπουλος Χρήστος. Τα τμήματα σε σχηματισμό προσπελάσεως και τροχάδην επί ολόκληρη σχεδόν ώρα πέρασαν τη ζώνη βολής πυροβολικού και ήλθαν στην απυρόβλητη ζώνη, κοντά στις θέσεις του εχθρού, περί τα 500-600 μέτρα. Από τη στιγμή αυτή το πυροβολικό του εχθρού αδράνησε, έγινε άχρηστο και αχρησιμοποίητο.
Ταυτόχρονα και την καθορισμένη περίπου ώρα, σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες μας, εξόρμησαν από όλες τις άλλες κατευθύνσεις τα τμήματά μας και με άλματα έφθασαν τον εχθρό σε 400 και άλλα σε 600 μέτρα και τον κύκλωσαν από όλες τις πλευρές, από όλα τα σημεία και άρχισαν εναντίον του σφοδρά πυρά. Ο εχθρός προς στιγμήν αιφνιδιάστηκε και παρατηρήθηκε στις γραμμές του κάποια σύγχυση, όμως γρήγορα συνήλθε και έκανε σοβαρή προσπάθεια να βγει από τη δύσκολη θέση, χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα πυρός που είχε, εκτός του πυροβολικού, που είχε καταστεί άχρηστο. Κυρίως χρησιμοποιεί τα οπλοπολυβόλα και πολυβόλα και τους μικρούς ατομικούς όλμους, ολμάκια, από τα βλήματα των οποίων είχαμε 6 τραυματίες. Σε μας -που τα πυρομαχικά μας ήταν λίγα και μετρημένα, οι μαχητές τα χρησιμοποιούσαν με μεγάλη φειδώ και προσοχή. Ο τόπος είχε ανάψει από τις φλόγες των όπλων. Η μάχη διεξάγονταν με σκληρότητα από όλες τις μεριές. Οι μαχητές μας προσπαθούσαν να πλησιάσουν όσο μπορούν και να έλθουν πιο κοντά στον εχθρό, σε πιο επίκαιρες και κατάλληλες θέσεις, να τους φωνάζουν αέρα, να τραγουδούν το τραγούδι- «κορόιδο Μουσολίνι» και με τα σπασμένα ιταλικά που ήξεραν, να καλούν τους Ιταλούς στρατιώτες να σταματήσουν τον πόλεμο και να παραδοθούν, γιατί η αντίστασή τους είναι ήδη καταδικασμένη. Η μάχη εξακολουθούσε με ένταση, χωρίς να φαίνεται προς τα πού θα κλίνει.
Από τις 11 περίπου η ώρα το πρωί ήλθαν σε βοήθεια των Ιταλών δύο ελαφρά μαχητικά αεροπλάνα που εναλλάσσονταν όλη σχεδόν την ημέρα, πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις θέσεις μας, όμως χωρίς απολύτως κανένα αποτέλεσμα, γιατί τα τμήματά μας, οι μαχητές μας, είχαν έλθει και κολλήσει κοντά στις εχθρικές θέσεις και έτσι τα αεροπλάνα πολυβολούσαν στο κενό, στα μετόπισθέν μας, στα χωράφια και στο γάμο του Καραγκιόζη. Κατά τις 2 περίπου η ώρα το μεσημέρι ήλθαν 2 μεγάλα και βαρέα αεροπλάνα και βομβάρδισαν τη Σιάτιστα, ευτυχώς με ελάχιστες ζημιές στα κτίρια και έναν σκοτωμένο πολίτη. Ο εχθρός έβαζε αδιάκοπα και αδιάκριτα προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς αποτελέσματα. Να πει κανείς ότι οι Ιταλοί στρατιώτες συνειδητά πυροβολούσαν στον αέρα; Γιατί, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το απίστευτο αυτό γεγονός ότι με τόσα πυρά που χρησιμοποίησαν, πυρά πεζικού, πυροβολικού και αεροπορίας, τα θύματά μας στις τριήμερες αυτές μάχες να είναι μόνο 3 νεκροί και 10 τραυματίες. Είναι πράγματι από τα απίστευτα και από αυτά που αναφέρονται στους μύθους και τα παραμύθια. Αυτό έδειχνε ότι ο ιταλικός στρατός είχε πια πιστέψει ότι ο πόλεμος ήταν γι’ αυτούς άδικος και χαμένος, δεν τον φλόγιζε ο ενθουσιασμός και το καθήκον για την ελευθερία και την πατρίδα. Είχε καταληφθεί από την ιδέα του γυρισμού του στο σπίτι και την πατρίδα του και τον πόλεμο τον έβλεπε σαν κατακτητικό και σε βάρος του και οι Ιταλοί, ο ιταλικός λαός, μεσογειακός, με πλούσια και ευγενή αισθήματα, δεν έμοιαζε με τους άγριους και βάρβαρους βόρειους λαούς. Και αν διέπραξαν ορισμένες καταστροφές, σκοτωμούς, ομαδικές σφαγές, αρπαγές και λεηλασίες, όλα αυτά είναι αναπόφευκτα στις συγκρούσεις και στους πολέμους. Και μάλιστα, πρέπει να πούμε εδώ ότι οι περισσότερες από τις προηγούμενες αγριότητες έγιναν από συνειδητούς φασίστες.
Ο σταθμός της διοίκησής μας, από το μοναστήρι που ήταν την προηγούμενη μέρα και την νύχτα, τώρα ακολουθούσε τα προελαύνοντα και μαχόμενα τμήματα του Βοΐου, κινούνταν πάνω στο δημόσιο δρόμο Νεαπόλεως-Κοζάνης. Στο μοναστήρι είχαμε αφήσει τηλεφωνητές. Η σύνδεσή μας με τα τμήματα γίνεται με συνδέσμους. Κυρίως τη σύνδεση μεταξύ των τμημάτων Βοΐου και Σιάτιστας την πραγματοποιεί ο λοχίας Παναγιωτίδης-Πέτσας, ένα από τα λαμπρά παλικάρια, που σκοτώθηκε στο Τσοτύλι αργότερα, στις 17 Μαρτίου, από βομβαρδισμό των ιταλικών αεροπλάνων. Εξαιρετική και αποφασιστική υπήρξε η εξόρμηση του τμήματος ανταρτών με επικεφαλής των υπομοίραρχο Βενετσανόπουλο, που πέρασε τη γέφυρα με το τμήμα του κάτω από τα πυρά του εχθρού και πρόσβαλε τους Ιταλούς από τα νώτα και από δυσμάς. Η συμβολή του τμήματος αυτού υπήρξε εξαιρετική, γιατί όχι μόνο έκλεισε τον κλοιό και ολοκληρώθηκε η κύκλωση, όχι μόνο τους έκοψε το δρόμο της υποχώρησής τους προς τα Γρεβενά, αλλά η παρουσία ενός τέτοιου καλού τμήματος με αποφασιστική διοίκηση συντέλεσε να επέλθει η νίκη.
Η μάχη εξακολουθεί να είναι σκληρή και αμφίρροπη. Ο Βενετσανόπουλος κατόρθωσε με το τμήμα του να περάσει τις πρωινές ώρες τον Αλιάκμονα και να προσβάλλει τους Ιταλούς από τα νώτα, μαζί με τα τμήματα των Γρεβενών του Παπασίμου. Στις 1-2 η ώρα περίπου το μεσημέρι, μια ομάδα μας από 15 άνδρες με επικεφαλής τους ανθ/γούς Ευαγγελόπουλο και Παπαγιαννόπουλο, έκαναν με δική τους πρωτοβουλία μια ηρωική εξόρμηση, αψηφώντας τα εχθρικά πυρά, πέρασαν κολυμπώντας τον Αλιάκμονα και κατέλαβαν στην ανατολική όχθη του Αλιάκμονα ένα δεσπόζον ύψωμα, όπου με τα πυρά τους, θέριζαν τις θέσεις του εχθρού, τον καταυλισμό και τα μαγειρεία του. Η επιτυχία μας αυτή έφερε μεγάλη σύγχυση και κλονισμό στις τάξεις του εχθρού. Πανικοβλήθηκαν οι άνδρες και τα μεταγωγικά τους έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο πανικός είναι από τα πιο αδύνατα σημεία, που, αν δεν μπορέσεις να τον προλάβεις, γίνεται η αιτία της καταστροφής.
Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού και μέχρι τώρα, παρά τα άφθονα μέσα πυρός που χρησιμοποιεί, παρά την αεροπορία που συνέχεια πολυβολεί τις γραμμές μας, δε σημειώνει ούτε και την παραμικρή επιτυχία, η θέση του από ώρα σε ώρα γίνεται πιο δύσκολη και επικίνδυνη, αισθάνεται τον κλοιό πιο στενό και βλέπει με αγωνία να εξελίσσεται η μάχη εις βάρος του. Παρ’όλ’αυτά όμως ο εχθρός εξακολουθεί να βάζει εναντίον μας με άφθονα πυρά και να ανθίσταται, ελπίζοντας ότι θα έλθουν σε βοήθεια από τις γύρω φιλικές του δυνάμεις. Μα και η δική μας κατάσταση δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Η παράταση της μάχης και η αντίσταση του εχθρού μας έφερνε σε δύσκολη και επικίνδυνη θέση. Ο σκοπός που είχαμε θέσει για την ανατροπή και την αιχμαλωσία του εχθρού μέχρι τώρα δεν είχε επιτευχθεί. Η παράταση της μάχης μας έφερνε σε σοβαρή σκέψη και αμηχανία γύρω από το ζήτημα των πυρομαχικών, τα οποία ήταν μετρημένα και όσο μάκραινε ο χρόνος και η μάχη, πήγαιναν να τελειώσουν. Εφοδιασμός δεν υπήρχε από πουθενά αλλού. Ο καθένας ήξερε ότι αυτά που έχει, αυτά είναι όλα και μόνος του έκαμε οικονομία και μόνος του έβαλλε και έριχνε, όταν αυτός το θεωρούσε απαραίτητο και ήτανε βέβαιος για τη σφαίρα του.
Την τροφοδοσία τους επίσης οι μαχητές την είχαν στον τορβά τους. Ο λαός των γύρω χωριών και κυρίως της Σιάτιστας έτρεξε και πρόσφερε στα μαχόμενα τμήματά μας από το υστέρημά του, ψωμί, νερό με τους τενεκέδες και κουβάδες και στάθηκε άξιος στο πλευρό των μαχητών. Στις 12 περίπου η ώρα το μεσημέρι μας ήρθε μια δύναμη από 30 άνδρες από την Εράτυρα, με επικεφαλής τον έφεδρο λοχαγό Δάφνη, την οποία στείλαμε και εντάξαμε στα στενά του Μπουγαζιού με την εντολή να οργανωθούν και να αμυνθούν ενάντια σε τυχόν αποστολή του εχθρού από την Κοζάνη. Άλλες δυνάμεις και εφεδρείες στα χέρια μας δεν είχαμε, για να μπορούμε να επέμβουμε στη μάχη. Αυτό αποτελούσε ένα από τα σοβαρά μας μειονεκτήματα και η όλη υπόθεση και η έκβαση της μάχης εξαρτιόταν από τους μαχητές μας και κυρίως από τους επικεφαλής των τμημάτων μας, που πολεμούσαν σαν λιοντάρια.
Ο αντίλαλος της μάχης, που μεταδίδονταν σε ολόκληρη τη περιοχή, που την μετέφερναν τα νερά του Αλιάκμονα και την αντιβοούσαν τα γύρω βουνά, του Μπούρινου και του Σινιάτσικου, στην υπόλοιπη σκλαβωμένη Μακεδονία, είχαν ξεσηκώσει ρίγη ενθουσιασμού στο λαό, που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τα γεγονότα. Όλος ο λαός των χωριών και κέντρων, Γρεβενών, Βοΐου, Σιάτιστας, Βεντζίων, ακόμα και Καστοριάς προς Πτολεμαΐδα και Βίτσι, βρισκόταν στο πόδι. Σύνδεσμοι πηγαινοέρχονται, τα τηλέφωνα κουδουνίζουν συνέχεια, παρατηρητές στα καραούλια, τις κορφές και στα καμπαναριά έψαχναν, αφουγκράζονταν, αναζητούσαν και παρακολουθούσαν τη μάχη. Όλος ο πληθυσμός σε αναβρασμό, όλοι σε κίνηση και αναμονή. Τις βραδινές ώρες, στις 5 περίπου η ώρα, ήρθαν στο πεδίο της μάχης και πέταξαν πάνω από τις θέσεις του εχθρού, δύο μεγάλα εχθρικά αεροπλάνα και με αλεξίπτωτα εφοδίασαν τους πολιορκημένους Ιταλούς με δέματα, γεμάτα τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο εφοδιασμός των πολιορκημένων Ιταλών από τα αεροπλάνα, ενώ από τη μια μεριά έφερνε και έδινε δύναμη στον εχθρό και τους εξασφάλιζε από πυρομαχικά και τρόφιμα, από την άλλη τους έφερνε βαρύ κλονισμό στο ηθικό τους. Δεν πρέπει να περιμένουν και να ελπίζουν σε καμία άμεση βοήθεια, έπρεπε να στηριχθούν στις δυνάμεις τους. Αυτή η ψυχολογία σχηματίσθηκε στους πολιορκημένους Ιταλούς.
Παράλληλα όμως σε μας και ιδίως σε μένα που διοικούσα και κατηύθυνα τη μάχη και την επιχείρηση η παράταση και η αντίσταση των Ιταλών, μας έφερνε πολύ μεγάλες δυσκολίες και έγνοιες και μας έβαζε καινούργια προβλήματα για λύση.
Είναι ήδη η τρίτη μέρα των συγκρούσεων και των μαχών με τους Ιταλούς. Τα πυρομαχικά μας αρχίζουν να τελειώνουν. Ο σκοπός και το σχέδιό μας για τη γρήγορη και άμεση εξουδετέρωση του εχθρού μέχρι την ώρα δεν πραγματοποιήθηκε.
Τί έπρεπε λοιπόν να πράξουμε; Να διακινδυνεύσουμε, παραμένοντας και εξακολουθώντας τη μάχη με τον εχθρό για τέταρτη ίσως και πέμπτη ημέρα, που αυτό προϋπόθετε εφόδια, πυρομαχικά, εφεδρείες, που εμείς δεν τα είχαμε; Αυτό προϋπόθετε οργανωμένο στρατό με διοικήσεις, επιτελεία κλπ, ενώ εμείς ήμασταν αντάρτικος στρατός, στη γέννησή του και την ανάπτυξή του, χωρίς πείρα. Ήταν ακόμα η αρχή. Αν αργότερα μεσολάβησαν μεγαλύτερες και πολυήμερες μάχες, πράγμα που δεν συνέβηκε, υπάρχει μεγάλη διαφορά με τη δική μας σημερινή μάχη, γιατί αργότερα ο ΕΛΑΣ ήταν πιο οργανωμένος στρατός, με διοικήσεις, επιτελείς, σχέδια, πείρα, εφοδιασμούς, ανώτατη διοίκηση κλπ. Ενώ σε μας εδώ αυτή την περίοδο δεν υπήρχαν ακόμα. Εκτιμώντας κανείς τα πράγματα και την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, θα καταλήξει στο συμπέρασμα και θα αναγνωρίσει ότι εμείς εδώ είχαμε ήδη ξεφύγει κατά πολύ από τους κανόνες, τις διατάξεις και τους κανονισμούς του ανταρτοπόλεμου, είχαμε κάνει σοβαρότατες παραβάσεις. Και όλα αυτά συνέβαιναν, αν αναλογιστούμε, στις αρχές ακόμη του 1943.
Ήταν η αρχή του αντάρτικου σε μεγάλη και εκτεταμένη δράση, χωρίς πείρα, χωρίς ενιαία διοίκηση, μια τριήμερη μάχη εκ παρατάξεως με οργανωμένο και ισχυρό σε δύναμη και οπλισμό τμήμα του εχθρού και σ’ένα χώρο, που οι φρουρές και οι εφεδρείες του εχθρού απείχαν 20-30 χιλιόμετρα στο δημόσιο δρόμο. Τότε γιατί, εφόσον υπήρχαν αυτά τα μεγάλα μειονεκτήματα, αποφασίσαμε τη σύγκρουση και τη μάχη με τον εχθρό; Δεν ήταν αυτό τρέλα, αυτοκτονία και τυχοδιωκτισμός; Για να δώσουμε σωστή απάντηση και να μας καταλάβουν και να μπουν στο νόημα και το πνεύμα, πολιτικοί και στρατιωτικοί, πρέπει να σκεφθούν και να εκτιμήσουν σωστά την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στο δικό μας το στρατόπεδο, στο λαό και στο αντάρτικο.
Εκείνη λοιπόν την περίοδο είχαμε τη νικηφόρα ένοπλη εξέγερση και προέλαση της επανάστασης με τα μέχρι τότε γνωστά αποτελέσματα, τον ενθουσιασμό του λαού και των ανταρτών, καθώς και την απόφαση και θέλησή τους να συνεχίσουμε με ορμή τον αγώνα για να διωχθούν οι κατακτητές. Τα γεγονότα μας έσπρωχναν προς τα εμπρός, μας παρασέρναν και δεν μπορούσαμε να αντιταχθούμε ή να μπούμε φρένο και εμπόδιο. Έπρεπε να τα οδηγήσουμε προς τα εμπρός, να τα κατευθύνουμε και να τα καθοδηγήσουμε προς το γενικό σκοπό που έβαζε το ΕΑΜ. Και όταν μια εξέγερση και μια επανάσταση βρίσκεται στην άνοδο και την εξέλιξή της, οι καθοδηγητές και οι επικεφαλής πρέπει να μπαίνουν οι ίδιοι μπροστά, να την βοηθούν, να την καθοδηγούν, συνάμα δε να την περιφρουρούν και να την προφυλάγουν από διάφορα απρόοπτα. Και όσο η κατάσταση παρατεινόταν και ο εχθρός εξακολουθούσε να ανθίσταται, τόσο οι στιγμές γίνονταν πιο κρίσιμες. Βρισκόμασταν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Τα συναισθήματα που μας κατείχαν διαδέχονταν το ένα το άλλο. Μπροστά μας πρόβαλλαν διάφορες εικόνες, φοβερά ερωτηματικά και σύνθετα προβλήματα. Τι θα γίνει σε περίπτωση που ο εχθρός δεν καμφθεί, τι θα γίνει σε περίπτωση που θα έλθουν σε βοήθειά του οι εφεδρείες από την Κοζάνη, τα Γρεβενά και την Καστοριά; Τη στιγμή αυτή η εξέγερση και η επανάσταση στη Δυτ. Μακεδονία διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Και εδώ η κατάσταση διαφέρει κατά πολύ από έναν τακτικό πόλεμο, από μια εξέγερση και μια επανάσταση, γιατί εκτός από τα άλλα, τότε, εκείνη την περίοδο, η εξέγερση βρισκόταν στα πρώτα της βήματα. Στον τακτικό πόλεμο, μια τοπική ήττα ή ένα χάσιμο μίας μάχης μπορεί να στοιχίζει και να επιφέρει φθορές, θυσίες, όμως δε σημαίνει γενική ήττα, υποχώρηση και καταστροφή.
Στη δοσμένη στιγμή μια ήττα μας στο Φαρδύκαμπο θα σήμαινε την ήττα του κινήματος αντίστασης, όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά θα είχε επίδραση στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και αλλού. Και η ήττα μας στο Φαρδύκαμπο θα σήμαινε καταστροφές, σκοτωμούς, φυλακές, εξανδραποδισμούς, αρπαγές, λεηλασίες, καψίματα, ξεκληρίσματα και όλα αυτά θα φορτώνονταν στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ιδιαίτερα σε μας τους λίγους και προπαντός στο Φωτεινό, που υπεύθυνα διαχειριζόμασταν την επανάσταση στο τμήμα αυτό της Ελλάδας. Θα μας τα φόρτωναν όλα. Για δε τη Μακεδονία, η οποία είχε πάθει τόσες καταστροφές με την ήττα του κινήματος αντίστασης το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 1941, η καινούργια ήττα στο Φαρδύκαμπο θα σήμαινε δεινά και καταστροφές, θα δυνάμωνε τους λεγεωνάριους και το χωριστικό τμήμα, θα επέκτεινε τη βουλγαρική κατοχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία, θα δυνάμωνε το αυτονομιστικό κίνημα. Και την περίοδο αυτή στη Μακεδονία δεν υπήρχε καμιά άλλη εθνική, πατριωτική οργανωμένη δύναμη, που να αντισταθεί στους κατακτητές. Όλα αυτά τα προβλήματα, όλες αυτές οι εικόνες περνούσαν και πρόβαλλαν μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία και με κρατούσαν σε μια κατάσταση έξαρσης και εγρήγορσης, αναζητούσα λύσεις και διεξόδους. Δε με χωρούσε ο τόπος, σαν να καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Και όλα αυτά με υποχρέωναν να εντείνω πιο πολύ τις προσπάθειες, για να πολλαπλασιασθούν οι δυνάμεις μας για μια τελευταία εξόρμηση και προσπάθεια για την επίτευξη της νίκης.
Οι επαφές μας τώρα με τα τμήματα γίνονται πιο στενές με τους συνδέσμους, καθώς και με τα κλιμάκια των επαρχιακών επιτροπών ΕΑΜ του Βοΐου και της Σιάτιστας, ανταλλάσσουμε γνώμες και συμπορευόμαστε. Τον κύριο και αποφασιστικό παράγοντα τώρα τον παίζουν οι μαχητές και οι αξιωματικοί, που βρίσκονται και μάχονται στην πρώτη γραμμή. Σαν διοίκηση και διεύθυνση της μάχης από τη στιγμή αυτή δεν είχαμε στα χέρια μας άλλες εφεδρικές δυνάμεις. Ό,τι και όσες είχαμε τις διαθέσαμε. Βελτιώσαμε μόνο λίγο τις θέσεις μας από τη βόρεια πλευρά καθώς και την επιτήρησή μας προς την Κοζάνη, με τις λίγες εφεδρικές δυνάμεις που μας ήλθαν με τον έφεδρο λοχαγό Δάφνη από την Εράτυρα και παρακολουθούσαμε τις κινήσεις του εχθρού στην Κοζάνη, την Καστοριά και τα Γρεβενά. Η πρωτοβουλία είχε πια περάσει στους αξιωματικούς και τους μαχητές της κάθε μονάδας και του κάθε τμήματος, στα χέρια τους ήταν όλη η δύναμη, σε αυτούς στηρίζονταν όλη η ελπίδα. Και όλοι αυτοί οι μαχητές και αξιωματικοί και υπεύθυνοι επικεφαλής, μέχρι τον τελευταίο μαχητή και ακροβολιστή, είχαν κατανοήσει καλά την αποστολή και το σκοπό τους, δε χρειάζονταν και δε ζητούσαν άλλες οδηγίες και διαταγές. Ο καθένας τους μετατρεπόταν σε μαχητή, αξιωματικό, διοικητή, ανέπτυσσε πρωτοβουλία, και όλοι τους σαν ένας ενεργούσαν προς ένα σκοπό, την εξόντωση του εχθρού, την επίτευξη της νίκης.
Η παράταση όμως της μάχης μας επέβαλλε να παρακολουθούμε βήμα προς βήμα την εξέλιξη της μάχης, να μελετούμε ταυτόχρονα και να προβλέπουμε κάθε τυχόν καινούργια κατάσταση, να είμαστε έτοιμοι να την αντιμετωπίσουμε, να πάρουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να προφυλάξουμε τους μαχόμενους από κάθε αποτυχία και καταστροφή. Οι πληροφορίες που μας έρχονταν από την Κοζάνη και την Καστοριά, έλεγαν ότι παρατηρούνται συγκεντρώσεις και προετοιμασίες του εχθρού. Ένας κανονικός και οργανωμένος στρατός, ακόμα και αντάρτικος, όταν είναι καλά οργανωμένος και εξοπλισμένος, θα πρέπει να επιμείνει στην πραγματοποίηση του σκοπού που έβαλε. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουμε; Αισθανόμασταν ότι η λύση της πολιορκίας και η υποχώρησή μας από τη μάχη θα προξενούσε στρατιωτική και πολιτική ζημιά στο λαό και το επαναστατικό κίνημα.
Μπροστά όμως στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής ήττας και καταστροφής, αποφασίσαμε να περιφρουρήσουμε την επανάσταση. Έπρεπε να επέμβουμε και μάλιστα άμεσα, με σύνεση και χωρίς απερισκεψίες. Δεν έπρεπε να μείνουμε αδρανείς και να μοιρολατρήσουμε, αλλά να επέμβουμε ενεργά και ζωντανά, να δώσουμε λύση συμφέρουσα για το κίνημα. Ήμουν ο υπεύθυνος και από εμένα εξαρτιόταν η ζωή χιλιάδων Ελλήνων και η έκβαση της επανάστασης. Ύστερα από σκέψη και ανταλλαγή γνωμών που είχα με τον Κοντονάση, σαν ο μόνος συνεργάτης και βοηθός που ήταν, καταστρώσαμε το εξής σχέδιο: να δοκιμάσουμε μια γενική επίθεση να ανατρέψουμε τους Ιταλούς και να προκαλέσουμε τη διάλυσή τους και την αιχμαλωσία τους. Η γενική αυτή έφοδος κατά του εχθρού ν’αρχίσει στης 18:30 το βράδυ με αντικειμενικό σκοπό την ανατροπή από τις θέσεις του. Σε περίπτωση που η έφοδός μας αποτύχει, τότε τα τμήματά μας, εκμεταλλευόμενα το σκότος, να αρχίσουν από τις 20:30 το βράδυ να αποχωρούν αθόρυβα και με τάξη από το πεδίο της μάχης σε καθορισμένους χώρους που θα τους καθορίζαμε με διαταγή μας. Με βάση λοιπόν αυτή τη σκέψη στην οποία καταλήξαμε, εκδώσαμε την εξής διαταγή στα τμήματά μας, στο καθένα χωριστά σε ό,τι το αφορούσε: «Στις 18:30 ώρα ακριβώς θ’ αρχίσει γενική επίθεση όλων των τμημάτων μας και έφοδος για την ανατροπή και κατάληψη των θέσεων του εχθρού, το τσάκισμα και την αιχμαλωσία του. Με όλες σας τις δυνάμεις να ριχθείτε στις γραμμές του εχθρού και να τον καταβάλλετε. Ο λαός σε σας στηρίζει όλες του τις ελπίδες και περιμένει το νικηφόρο αποτέλεσμα της μάχης». Αυτή ήταν η γενική διαταγή προς όλα τα τμήματα που μάχονταν. Και ξεχωριστά στο κάθε τμήμα υπήρχε συμπληρωματικά. Για τα τμήματα του Βοΐου: «Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο αντικειμενικός μας σκοπός, της καταβολής και αιχμαλωσίας του εχθρού, ολόκληρο το τμήμα εκμεταλλευόμενο το σκότος ν’αρχίσει από ώρα 20:30 το βράδυ να αποχωρεί αθόρυβα και με τάξη και να κατευθυνθεί προς Νεάπολη, αφήνοντας ελαφρές ομάδες στην περιοχή Βρογγίστας, στην αριστερή, ανατολική πλευρά του Αλιάκμονα για παρακολούθηση και ενόχληση του εχθρού». Στα τμήματα Σιάτιστας: «Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός, ώρα 20:30 το βράδυ όλα τα τμήματα σας να αποσυρθούν προς Γαλατινή-Σινιάτσικο, αφήνοντας ελαφρές μονάδες σε αμπέλια και Μπουγάζι για επιτήρηση και παρακολούθηση του εχθρού». Στα τμήματα Βεντζίων: «Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός το τμήμα σας ν’αποσυρθεί στο χώρο Σαρακίνα-Κέντρο, αφήνοντας περιπολία στην περιοχή Εξάρχου για επιτήρηση του εχθρού». Στα τμήματα Γρεβενών: «Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο αντικειμενικός μας σκοπός τα τμήματα μας να αποσυρθούν στο χώρο Αγίου Γεωργίου, αφήνοντας περιπολίες στην Κοκκινιά και το Βατόλακκο για παρακολούθηση και επιτήρηση του εχθρού». Ακόμα προσθέτουμε ότι στους χώρους που θ’αποσυρθεί το κάθε τμήμα, να μελετήσει και να οργανώσει τον ανταρτοπόλεμο σύμφωνα με τις συνθήκες που θα υπάρχουν στην περιοχή.
Απ’όλα αυτά και την πορεία των γεγονότων πρόβαλε αμέσως επιτακτικά το ζήτημα της δημιουργίας υπεύθυνης διοίκησης, τουλάχιστον των τμημάτων που δρούσαν στην κάθε επαρχία, ένα είδος τοπικού αρχηγείου και μιας ενιαίας ανώτερης διοίκησης όλων των τοπικών αρχηγείων που θα καθοδηγεί και θα συντονίζει τη δράση. Ίσως κανείς να μας κατηγορήσει ότι, όπως δώσαμε τη διαταγή στα τμήματα για αποχώρηση, θα τους αφαιρούσε την ορμή, το θάρρος αλλά και την ελπίδα για το νικηφόρο αποτέλεσμα. Ως ένα βαθμό αυτό είναι αληθινό, αλλά θα πρέπει να ξέρει σε ποιές συνθήκες βρισκόμασταν και ενεργούσαμε, ότι δεν είχαμε τον οργανωμένο στρατό με τα επιτελεία και τις υπηρεσίες και όλα τα μέσα που έχουν οι στρατοί, ακόμα και οι επαναστατικοί-αντάρτικοι στρατοί. Ήμασταν ακόμα στην αρχή, ασύνδετοι και ανεξάρτητοι και μόνο την τελευταία στιγμή πάνω στη μάχη είχε επιτευχθεί μια ενιαία, αν επιτρέπεται, διοίκηση. Ο χρόνος δεν μας επέτρεπε να τηρήσουμε όλους τους κανονισμούς και τις αρχές.
Η μάχη του Φαρδύκαμπου, 4-6 Μαρτίου 1943

Ακριβώς στις 18:30 η ώρα άρχισε η γενική επίθεση των τμημάτων μας από παντού. Το τι έγινε εκείνη την ώρα είναι αδύνατο να περιγραφεί. Ο τόπος είχε ανάψει και καιγόταν από τα πυρά και τις λάμψεις. Ο εχθρός έβαλλε με όλα τα μέσα αδιάκριτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Κυρίως όμως ενάντια των τμημάτων μας του Βοΐου, που είχαν εκδηλώσει την πιο ισχυρή επίθεση και απειλούσαν να καταλάβουν τις θέσεις του. Από την ώρα αυτή δρα η ατομική παλικαριά και πρωτοβουλία και όλοι αγωνίζονται ποιός πρώτος θα φθάσει και θα ριχθεί στις γραμμές του εχθρού. Η σφοδρότητα και η ορμητική επίθεση των τμημάτων μας επέφερε σοβαρότατο και ανεπανόρθωτο κλονισμό στις τάξεις του εχθρού και κυρίως στους στρατιώτες, που άρχισαν σιγά-σιγά να παραλύουν και να αραιώνουν τα πυρά τους. Ήταν πια σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε τι γίνονται οι διπλανοί του, τα διπλανά τμήματα. Η σύνδεση και η επαφή των τμημάτων είχε χαθεί. Το κάθε τμήμα δρούσε πρωτοβουλιακά και αυτοκέφαλα μ’ένα και μόνο σκοπό: ν’ανατρέψει τον εχθρό και να τον καταβάλει. Οι Ιταλοί τα έχασαν και στις τάξεις τους υπήρχε μεγάλη αναταραχή και σύγχυση, ένα μούδιασμα. Ζητούσαν έξοδο και σωτηρία. Αυτή ακριβώς την κατάλληλη στιγμή αναποφασιστικότητας και σύγχυσης του εχθρού την εκμεταλλεύονται επιτυχημένα τα τμήματα της Σιάτιστας, που πρώτα εισέρχονται και ρίχνονται στις γραμμές του εχθρού και αρχίζουν να αφοπλίζουν τους Ιταλούς στρατιώτες, που παραδίνονται αμαχητί και πετούν τα όπλα τους. Όταν ο Ιταλός διοικητής του τάγματος θέλησε να επέμβει ήταν πια αργά, τα τμήματά μας είχαν αφοπλίσει τους περισσότερους Ιταλούς και ο αφοπλισμός συνεχίστηκε χωρίς καμιά αντίσταση και αντίδραση ως το τέλος.
Κανείς δεν μπορούσε να έχει τη στιγμή εκείνη την ακριβή εικόνα της κατάστασης. Το σταμάτημα των πυρών, το σκοτάδι και η σύγχυση που επικρατούσε, τα σκέπαζε όλα. Η επικοινωνία της διοίκησης με τα τμήματα είχε κοπεί. Τα πυρά γενικά από τις 20:15 είχαν αραιώσει και στις 20:30 είχαν διακοπεί τελείως και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Και από την ώρα αυτή τα τμήματα Γρεβενών και Βεντζίων είχαν αρχίσει να υποχωρούν, σύμφωνα με την εντολή που είχαν. Σε λίγο μας έρχεται η πρώτη είδηση ότι ο εχθρός κατέθεσε τα όπλα και παραδόθηκε. Μας φάνηκε απίστευτη αυτή η είδηση. Καινούργιος σύνδεσμος μας έφερε την πληροφορία από τα τμήματα της Σιάτιστας, από τον Κατσόγιαννο, ότι ο εχθρός παρέδωσε τα όπλα και είναι αιχμάλωτος. Τρέξαμε γρήγορα στο τηλέφωνο, επικοινωνήσαμε με την επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Σιάτιστας, η οποία μας επιβεβαίωσε την είδηση και μας συνεχάρη για το θριαμβευτικό αυτό αποτέλεσμα. Πώς επιτεύχθηκε λοιπόν αυτό το κατόρθωμα; Τα τμήματα της Σιάτιστας με τους άξιους και ικανούς αξιωματικούς Κατσόγιαννο, Υψηλάντη, Καραϊσκάκη, Βενετσανόπουλο, Ρούνη και τoυς άλλους, επωφελήθηκαν από την εξόρμηση και την γενική επίθεση που είχαν εξαπολύσει τα τμήματα Γρεβενών και Βεντζίων και τη στιγμή που η κύρια προσοχή των Ιταλών ήταν στραμμένη στην απόκρουση της επίθεσης των τμημάτων μας, με απαράμιλλο ηρωισμό, παλικαριά και αυτοθυσία, ρίχτηκαν σαν λιοντάρια στις γραμμές του εχθρού, τον αφόπλισαν και τον αιχμαλώτισαν. Αξίζει πραγματικά κάθε έπαινος στα τμήματα και τους αξιωματικούς της Σιάτιστας, που έδειξαν όχι μόνο ηρωισμό και καρτερία, αλλά και αυτοθυσία. Οι δε επικεφαλής επέδειξαν προσόντα καλού ηγήτορα.
Μεγάλος έπαινος επίσης πρέπει να αποδοθεί στην επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Σιάτιστας για τη συνεχή βοήθεια που έδωσε σε όλο το διάστημα των επιχειρήσεων, για τις συμβουλές και παραινέσεις της προς τα τμήματα. Μεγάλος έπαινος ανήκει σε όλα τα τμήματα των Βεντζίων, των Γρεβενών και του Βοΐου και τους αξιωματικούς τους, που οδήγησαν τα τμήματα στην αποφασιστική αυτή σύγκρουση. Σώθηκε ο λαός της περιοχής από τις καταστροφές των Ιταλών, σώθηκε και η Σιάτιστα. Η νίκη αυτή, που επιτεύχθηκε με την συμβολή των τμημάτων του Βοΐου, ήταν αυτή που ατσάλωσε όλο το λαό και στρατό της περιοχής, κυρίως του Βοΐου, τους μαχητές και την ηγεσία του, η οποία μπόρεσε να αντεπεξέλθει νικηφόρα στα μετέπειτα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα, να κατανικήσει τον εχθρό και να ελευθερώσει ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία με τη βόρεια Πίνδο και να γίνει η Δυτ. Μακεδονία το μεγάλο προπύργιο όλου του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας. Εξαιρετική ήταν η βοήθεια που έδωσε ο ταγ/χης Κοντονάσης, σαν άμεσος βασικός συνεργάτης στη διεύθυνση και τη διεξαγωγή της μάχης με τις συμβουλές, τις γνώμες και τις ενέργειες. Επίσης κάθε έπαινος αξίζει και στην επαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Βοΐου και ιδίως στον Ανδρέα Κωτόπουλο που επέδειξε μεγάλη κατανόηση και εργάστηκε ακούραστα μαζί με τον ταγ/χη Πόρτη στην κινητοποίηση, την οργάνωση και την αποστολή των δεκαρχιών Βοΐου, που απετέλεσαν και την κύρια δύναμη που επέφερε τη νίκη. Σ’αυτήν λοιπόν την επιχείρηση, την τριήμερη σύγκρουση και μάχη, διακρίθηκαν όλα γενικά τα τμήματα που πήραν μέρος με τους επικεφαλής τους και τους αξιωματικούς. Ποιόν πρώτο και ποιόν τελευταίο να ονομάσεις, όλοι σκέφτονταν ποιός πρώτος θα φθάσει και θα ριχτεί στις γραμμές του εχθρού, ποιός θα εκπληρώσει καλύτερα την αποστολή του και τον τελικό σκοπό. Στη σύγκρουση αυτή, όσα στελέχη και αξιωματικοί πήραν μέρος και δοκιμάστηκαν στη φωτιά, έδειξαν θάρρος, ψυχραιμία και καρτερικότητα και αναδείχθηκαν πραγματικά άξιοι ηγήτορες, ικανοί να οδηγήσουν τον στρατό και το λαό σε μεγαλύτερες μάχες και αγώνες για την απελευθέρωση της πατρίδας. Είναι χρέος ν’αναφέρουμε ορισμένους από τους καλύτερους αυτούς αξιωματικούς που διέπρεψαν στην μάχη του Φαρδύκαμπου και σαν τέτοιους τον ανθ/στή Παπασίμο, τους ανθ/γούς Θεοχαρόπουλο-Σκοτίδα, τον Κατσόγιαννο Στέλιο, τον Ρόσιο Αλέκο-Υψηλάντη, τον Χαρισιάδη-Καραϊσκάκη, τον Ζυγούρα-Παλαιολόγο, τον Ρούνη Ηλία-Μπαρμπαλιά, τον Ευαγγελόπουλο Νίκο, τον Παπαγιαννόπουλο Μιχάλη, τον υπ/ρχό Βενετσανόπουλο Θωμά, τους υπ/γούς Μπίρδα Θωμά, Μπουλογιάννη και Πόρτη και τους υπαξιωματικούς Νταϊλιάνη, Παναγιωτίδη και άλλους. Τους ανθ/γούς Γιάννη Βασιλόπουλο και Μανώλη Λουμπάκη. Επίσης εδώ θα πρέπει να εξάρουμε τη μαζική βοήθεια του λαού της περιοχής που στάθηκε ισάξια δίπλα στους μαχητές και τους βοήθησε στη γιγαντιαία αυτή προσπάθεια κατά του εχθρού, προσφέροντας κάθε δυνατή βοήθεια, όπως ψωμί, νερό, ειδήσεις, συνδέσμους κλπ.
Τα αποτελέσματα της τριήμερης αυτής μάχης που αποθανατίστηκε με το όνομα η μάχη του Φαρδύκαμπου ήταν:

  • απώλειες του εχθρού 40 νεκροί και τραυματίες,
  • 603 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων 18 αξιωματικοί με το διοικητή του τάγματος με το βαθμό του ταγματάρχη. Δε θυμάμαι το πατρώνυμό του,[ο ταγ/ρχης Περόνε Πασκονέλι]
  • λάφυρα, όλος ο οπλισμός του τάγματος και 3 πυροβόλα των 6,5 με 300 βλήματα, όλμοι, πολυβόλα και τα μεταγωγικά του τάγματος,
  • δικές μας απώλειες 3 νεκροί και 8 τραυματίες. Από τους νεκρούς ένας ήταν του τμήματος «Αστραπή», ο Παπαγιάννης από το χωριό Άγιος Γεώργιος και οι 5 τραυματίες μόνιμοι αντάρτες του τμήματος εκ των οποίων οι 3 ήταν από το χωριό Κυδωνιές, ο λοχίας ομαδάρχης Κυρατζόπουλος Χρήστος και οι αντάρτες Χονδρογιάννης Κωνσταντίνος και Αδάμος Στέργιος.

Από αυτό φαίνεται η μεγάλη αξία και η συμβολή για την επίτευξη της νίκης του μόνιμου αντάρτικου τμήματος, της «Αστραπής» του Βοΐου και ο ξεχωριστός απελευθερωτικός αγώνας των κατοίκων του χωριού Κυδωνιές της επαρχίας Γρεβενών. Γι’αυτούς που διηύθυναν τη δράση και διοικούσαν τα τμήματα και ανέλαβαν υπεύθυνα τη διεξαγωγή της μάχης, για τον υπολοχαγό Φωτεινό, ας μιλήσουν οι άλλοι, όσοι πήραν μέρος στη μάχη και η ιστορία.
Εκείνο που μπορώ μόνο να πω είναι ότι την περίοδο εκείνη και την κρίσιμη στιγμή κανένας δεν ήθελε ν’αναλάβει το μεγάλο και δύσκολο αυτό έργο, όλοι απέφευγαν και δήλωναν αναρμοδιότητα ή έκαναν τον αδιάφορο και τον ψόφιο κοριό. Και όταν πια τέλειωσε και κερδίθηκε η μάχη, τότε παρουσιάσθηκαν πάρα πολλοί που καμώνονταν τον αρχηγό! Και το πιο αισχρό, ποταπό και κατώτερο, οι διάφοροι ψευτοϊστορικοί της Εθνικής Αντίστασης, οι απόντες, οι τρυποσάκηδες, οι ξεσκονίστρες ή και αυτοί που θέλουν να παρουσιάσουν την Εθνική Αντίσταση σαν έργο αποκλειστικά δικό τους ή και να οικειοποιηθούν τους αγώνες και τη δόξα άλλων, προσπαθούν με χίλια δυό τερτίπια και ψεύτικες περιγραφές να αποσιωπήσουν πώς έγινε πραγματικά αυτή η επιχείρηση, πώς διεξήχθηκε και ποιός ήταν ο υπεύθυνος και επικεφαλής, που διηύθυνε και καθοδήγησε τη μάχη. Την παρουσιάζουν σαν αυθόρμητη, ακαθοδήγητη, με ανοργάνωτο λαό, με μπουλούκια και ασκέρια. Εκείνο λοιπόν που είναι σωστό είναι ότι η μάχη κερδίθηκε με τον αγώνα και τη συνδρομή του λαού, των μαχητών και των αξιωματικών, με μια καλή και σωστή οργάνωση, πολιτική και στρατιωτική, του ΕΑΜ, που καθοδήγησε όλο τον απελευθερωτικό αγώνα. Είναι μια συλλογική νίκη, όλων, μαχητών, αξιωματικών και λαού, μαζί με τον υπεύθυνο διοικητή που τον είχε διορίσει ο στρατός και η πολιτική οργάνωση του ΕΑΜ. Τον υπολοχαγό Φωτεινό. Η Ιστορία ας κρίνει το όλο έργο και ας αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του».
Ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός προσφωνεί στο Φαρδύκαμπο. Μάης 1979

Η επιμέλεια και η έκδοση των απομνημονευμάτων έγινε από τον ιστορικό/ερευνητή Χρήστο Παπαδημητρίου.