Παρουσιάζεται ως μία οργανωμένη “έρευνα”με καθηγητές πανεπιστημίου και επιλεγμένους πολιτικά μεταπτυχιακούς, με στόχο την πλαστογράφηση με “αυθεντικές” μαρτυρίες υπό μορφή “απομνημονευμάτων” των διάφορων δοσίλογων, για την απαλλαγή τους από το στίγμα της προδοσίας. Ξεχειλίζουν τα κοσμητικά υβριστικά επίθετα, με σκοπό να αμαυρώσουν την Εθνική Αντίσταση. Η απούσα από την Εθνική Αντίσταση παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, μετά τη φυγή τους από τη χώρα με την εισβολή των Γερμανών κατακτητών, για να αποκατασταθούν στην ελληνική πολιτική σκηνή και να σταθούν στην εξουσία μετά τον πόλεμο, επιστράτευσαν τους συνεργάτες των κατακτητών για τη φυσική εξόντωση των αντιστασιακών.
Ο ευκολόπιστος λαός με το βαθύ φιλικό αίσθημα στον συμμαχικό πόλεμο, πανηγύριζε με αποθεωτική υποδοχή τον νέο εισβολέα, χωρίς να αντιληφθεί τι τον περίμενε στο άμεσο μέλλον. Οι απόντες από την Εθνική Αντίσταση έγιναν παράρτημα του Foreign Affairs παρουσιάζοντας την Εθνική Αντίσταση ως μειοψηφία, δίνοντάς της έντεχνα στενό ιδεολογικό προσανατολισμό. Τη λαïκή εξουσία, αυτό το κύτταρο του λαού που βγήκε από τα σπλάχνα του κατά την περίοδο της Αντίστασης, το χαρακτήρισαν γενικά «εαμοκρατία», ένα κίνημα “ληστών και τρομοκρατών”, για να συνεχίσουν την αδυσώπητη προπαγάνδα και το μίσος με χαρακτηρισμούς «ληστοσυμμορίτες», «εαμοβούλγαροι» κτλ. Όμως, ακόμα και ο Woodhouse, αυτός ο πράκτορας της αγγλικής κατασκοπείας που υπονόμευσε το έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αναγνωρίζει ότι «το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έδωσε πράγματα στη χώρα που, ποτέ προηγούμενα, δεν είχε γνωρίσει».
Το πνεύμα που επικρατούσε το 1945, απεικονίζεται έντονα σε επιστολή του τότε αρχηγού του ΓΕΣ στρατηγού Ανδρέα Μπαλοδήμου προς τον γνωστό του και συνάδελφό του, συν/ρχη Γιάννη Μουστεράκη. Ο στρατηγός Μπαλοδήμος γράφει μεταξύ άλλων: «Θα πρέπει να είμαι αδιάλλακτος εναντί σου απλώς και μόνον διότι εντάχθης με μια μερίδα του κόσμου η οποία κατέστρεψε την πατρίδα μας, δια την οποίαν τόσον εσύ όσον και εγώ θυσιάσαμεν την ύπαρξή μας…». Την Εθνική Αντίσταση, λοιπόν, της απόλυτης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ενάντια στους κατακτητές, τη θεωρεί καταστροφική για την πατρίδα…
Είναι όμως χαρακτηριστική η απάντηση του συν/ρχη Μουστεράκη:
«Αγαπητέ Ανδρέα, έχω τόσα πολλά να σου πω αλλά προς τι; Χωρίς κακοφανισμό για όσα σου γράφω σαν φίλος προς φίλο, ούτε το περιβάλλον στο οποίο πέρασες την εποχή του κατακτισμού και ζεις από τότε, υπάρχει ελπίς να σε αφήσουν να εννοήσεις. Παρά ταύτα θα απαντήσω σε μερικά σημεία. Εγώ ετάχθηκα και συνεργάσθηκα ειλικρινώς με την μερίδα εκείνη του κόσμου όπως γράφεις που πολέμησε αδυσώπητα, χωρίς κανέναν ποτέ συμβιβασμό, χωρίς καμιά ανάπαυλα τους κατακτητές. Κατά ποίαν ιστορίαν, κατά ποίαν παράδοσιν, κατά ποίαν λογική, κατά ποίαν ηθικήν η μερίδα αυτή του κόσμου (κατέστρεψε την πατρίδα) που γράφεις; Αν κατά την λογικήν και ηθικήν της παρέας Τσολάκογλου, Ράλλη και του Κολωνακίου ή των ευφυών που χωρίς αγώνες και κινδύνους, αλλά με κάθε ατιμίαν και προδοσίαν, εκέρδισαν αξιώματα και πλούτη ή ακόμη των πολιτικάντηδων που σαν να μην ηρκούν τα περασμένα κακά που έκαμαν στην Ελλάδα αξιούν κι αυτοί χωρίς αγώνες και κινδύνους να συνεχίσουν το φθοροποιό γλέντι τους, τότε έχεις δίκιο. Σε όλους όμως τους αγώνες της Ελλάδας που εγώ έλαβα μέρος δεν συνάντησα ποτέ κανέναν από αυτούς που μπορούν να σου δώσουν δίκαιο. Εσύ τους συνάντησες; Και στον αγώνα εκείνον τον τελευταίο κατά των καταχτητών πάλιν τους ίδιους που συμπολέμησα και στους προηγούμενους βρήκα, τους αγρότες, τους γεωργούς, τους εργάτες, τους μικροαστούς, τους μικροϋπαλλήλους, αρκετούς διανοούμενους καλλιτέχνες ιδεολόγους. Μα καθοδήγησαν αυτούς οι αγωνισταί κυρίως από τους κομμουνιστές! Αυτό είναι λάθος ή βάρος των κομμουνιστών; Αυτό έκαμε όλους κομμουνιστές; Αυτό υπήρξε έγκλημα; Τέτοια μπορούν να ισχυρίζονται μόνον όσοι αισθάνονται εαυτούς ενόχους».
Χαρακτηρίζοντας αυτήν την περίοδο, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Μανώλης Γλέζος γράφει: «Όλοι οι συγκρατούμενοί μου, οι έφηβοι της κατοχής, πιστοί στου χρέους το κάλεσμα, στο προσκλητήριο της σκλαβωμένης πατρίδας, προσήλθαν και κατατάχθηκαν στις αντιστασιακές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ. Πολέμησαν για τη λευτεριά της. Κι όμως τώρα, με την ταμπέλα του «εγκληματία», του «προδότη» καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν. Με τη βοήθεια του λεκτικού συμβολισμού η Εθνική Αντίσταση βαφτιζόταν και μετατρεπόταν σε «προδοσία» και η συνεργασία με τον κατακτητή, σε «υπεράσπιση των ιδανικών της φυλής».
Ο καθηγητής Γεώργιος Αθανασιάδης που έζησε τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής, 1941-1944, γράφει σχετικά: «Στην τετράχρονη άμεση επαφή μας με τους Άγγλους και με τους πολιτικούς της υποτέλειας, αποκτήσαμε τη σκληρή και οδυνηρή πείρα της εχθρότητάς τους προς την Ελληνική Εθνική Αντίσταση. Κυρίως κατά την τελευταία χρονιά (από τον Ιούλιο του 1943 ως τον Απρίλιο του 1944) τους βλέπαμε πια σα φανερούς εχθρούς του Ελληνικού λαού, σαν αρνητές και υπονομευτές των πραγματικών σκοπών του συμμαχικού αγώνα».
Από την άλλη όχθη, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, δεν κατάφερε να προστατέψει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα από την παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία και τους Άγγλους κατακτητές, κάτι το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει, συμβάλοντας με τα λάθη της σε μια κατάσταση, την οποία πλήρωσε πολύ ακριβά ο λαός μας και πρώτα απ΄όλα η πρωτοπορία του, τα νιάτα του Έπους του 1940-41 και της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944.
Οι ηγέτες του ΚΚΕ δεν σκέφτηκαν καν τα λόγια του Βουκμάνοβιτς Τέμπο στο Τσοτύλι, ως προς την αντιμετώπιση των Άγγλων: «Όταν οι Άγγλοι σας φέρονται όπως σας φέρονται, πώς τολμάτε να συνεννοείστε μαζί τους;».
Την ιστορία τη γράφουν και την ξαναγράφουν οι “νικητές” και εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, και από την κρίσιμη δεκαετία 1940-1950 νικητές βγήκαν η ολιγαρχία και ο δοσιλογισμός. Ο μεγάλος ηττημένος ήταν ο λαός και το μεγάλο λαϊκό κίνημα, που υπό συνθήκες ξένης κατοχής επιχείρησε να αλλάξει τη ζωή του τόπου.
Η ολιγαρχία συγκρότησε τη μεταπολεμική Ελλάδα πάνω στον μύθο του «προδοτικού» ΚΚΕ, με τους χιλιάδες απλούς κομμουνιστές που εντάχθηκαν στο κίνημα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μα και κατά τον επαναπατρισμό της, μετά το 1975, η πολιτική προσφυγιά δέχτηκε την πιο σκληρή εκδικητική συμπεριφορά από το κράτος των απογόνων του δοσιλογισμού.
Η τελευταία πράξη του κατεστημένου ήταν η καταστροφή των προσωπικών φακέλων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Έπρεπε να εξαφανιστεί η αγωνιστική τους δράση και κάθε ίχνος «αγωγής» των ανθρώπων αυτών στον «Παρθενώνα» της Μακρονήσου, του Αη Στράτη και των άλλων στρατοπέδων συγκέντρωσης των αγωνιστών της εθνικής ανεξαρτησίας.
Με τον καιρό, οι διάφοροι χαρακτηρισμοί ξεθώριασαν, δεν πιάνουν πια στους σημερινούς νεοέλληνες. Προσπαθούν να γίνουν πειστικοί με άλλες μεθόδους, μισοαναγνωρίζοντας την Εθνική Αντίσταση, χωρίς ακόμα όχι μόνο να καταδικάσουν τον δοσιλογισμό, αλλά και και να τον αμοίβουν με τη μορφή ακαδημαϊκών παροχών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την άλλη, για το πώς αντιλήφθηκαν την αποκατάσταση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης οι αντιστασιακοί, αποτελεί το σκωπτικό ποίημα του αγωνιστή Θανάση Γούλκα από τα Γρεβενά.
«ΤΑ ΔΕΟΝΤΑ»
(και η άσβεστη ελπίδα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης)
Η πρόνοια στέλνει δέοντα...
Ο Αγωνιστής ελπίζει:
Είναι τα δύο θέματα
Στο ποίημα π’αρχίζει.
Εγώ εστίν η Πρόνοια
Σε κάθε επαρχία,
Σ’όλους δείχνω συμπόνοια
Όμως με …Ιεραρχία.
Πρώτ’ έρχονται οι έχοντες
Τα τρία ΜΜΜ…τα μέσα,
Μετά οι Εθνικάρχονες
Και τρίτοι χ..στα μέσα
Παμπάλαια βέβαια Αρχή
Με ευλάβεια την τηρούμε,
Και τώρα με την ΑΛΛΑΓΗ
Φτύστε …μην βασκαθούμε.
Και άκου: Εγώ τα λέω ντεκλαρέ
Και προνοιο-σταράτα,
Τι ΑΛΛΑΓΗ, τι άλλα- ή, ρε
Ούτε ζημιά, ούτε γάτα
Όμορφα λόγια που βροντούν
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ-ΒΟΗΘΕΙΕΣ...
Οι αριθμοί να ευημερούν
Είναι… παλιές συνήθειες.
Ξύσου καημένε Αγωνιστή
Μόνο σου, που σε τρώει
Η παροιμία η λαϊκή
Το λέει σαν μοιρολόι.
Κι όποιος ελπίζει-καρτερεί,
Δέοντα να του δώσεις,
Και πες του…να μας συμπαθεί
Γι’αυτές τις…διορθώσεις.
Βλέπω καμπόσους σκευτικούς,
Μήπως πολλά γυρεύεις;
Πολλά κεράσια όταν ακούς…
Μικρό καλάθ’ να παίρνεις
Σακάτης είσ’κι απόκληρος
Μα όπως λάχει γιατρέψου,
Γιατί ο λαχνός ολόκληρος
Έπεσε, ΣΤΟΠ. Να μη σε μπερδέψω.
(Ο Μπαρμπαθανάσης μας θύμισε τον Αλέξανδρο Σούτσο στον «Ψωμοζήτη»)
Την Εθνική Αντίσταση του αγωνιζόμενου λαού ενάντια στον κατακτητή, προσπαθούν να τη στενέψουν, δίνοντάς της στενό ιδεολογικό κομμουνιστικό περιεχόμενο. Έτσι μόνο μπόρεσαν και μπορούν να δικαιολογήσουν την αποκατάστασή τους στην εξουσία και την επαναφορά της εξάρτησης στα γνωστά κέντρα υποδούλωσης. Ο Dominique Eudes με σαφήνεια περιγράφει τα βασικά προβλήματα της Εθνικής Αντίστασης, τις δυνάμεις εκείνες, εσωτερικές και εξωτερικές που την πολέμησαν και την ανέτρεψαν, αλλά και της στρατηγικής των πολιτικών ηγετών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Γεγονότα, τα οποία δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ολότελα, αποκρύπτονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μπορούν να επιδράσουν πολιτικά στη σημερινή νέα γενιά και στο ευρύτερο κοινό. Θεωρούν τα πολιτικά απόβλητα της προπολεμικής περιόδου, ως επίσημες κυβερνήσεις της Ελλάδας, που με τη φυγή τους στο Κάιρο και την υποταγή τους στα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού, είχαν χάσει κάθε νομική υπόσταση. Τσάκισαν τον στρατό μας στη Μέση Ανατολή (πεζικό, ναυτικό και αεροπορία). Τον απόσπασαν από τον συμμαχικό πόλεμο, υποτάσσοντάς τον στα βρετανικά συμφέροντα της Μέσης Ανατολής. Για την επιστροφή τους στην εξουσία ,το παλάτι και η κυβέρνηση του Καΐρου έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τον στρατό. Γι’αυτό έκαναν την επιλογή με καθαρά ταξικά πραιτωριανά κριτήρια. Πάνω από 20 χιλιάδες μαχητές δημοκράτες αντιφασίστες κλείστηκαν στα στρατόπεδα της ερήμου της Αφρικής και όσοι επέζησαν, τους επέτρεψαν να γυρίσουν στην πατρίδα το καλοκαίρι του 1945, όταν η Εθνική Αντίσταση είχε ηττηθεί.Το μόνο που απασχολούσε τους φυγάδες ήταν, το πώς θα αποκατασταθούν στην εξουσία μετά την απελευθέρωση, γι’αυτό έπρεπε να αλλάξουν την κοινωνική αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Έτσι έγιναν τμήμα του Foreign Affairs, εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές του Winston Churchill. Η ξενόδουλη πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πνευματική ολιγαρχία, μόνο με την κυριαρχία του αγγλικού ιμπεριαλισμού θα μπορούσε να αποκατασταθεί στην εξουσία. Η ασταθής πολιτική της ΕΑΜικής ηγεσίας και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων συνέβαλε στη νεκρανάσταση του παλαιοκομματικού κατεστημένου και στην αποκατάστασή του. Τα όνειρα και οι ελπίδες των αγωνιστών, έσβησαν από τους πολιτικούς, που πήραν το τιμόνι της εξουσίας στα χέρια τους μετά την απελευθέρωση της χώρας, γυρίζοντάς τη στην οπισθοδρόμηση.
Η κατεύθυνση αυτή στην ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται ως «συνωμοσία της σιωπής». Αποσιωπούνται οι συνθήκες που επέβαλαν οι κατακτητές στη χώρα μας, οι οποίες δημιούργησαν το έδαφος πάνω στο οποίο ξεφύτρωσε η πολιτική της κατοχικής περιόδου. Δεν αναλύεται η κατοχή, σαν καταλύτης του προπολεμικού κράτους της υποτέλειας και της καταπίεσης και περισσότερο, ο ρόλο αυτών πριν τον πόλεμο. Αποσιωπούνται μια σειρά απρόβλεπτες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, όπως, η κατάρρευση των δομών, η αποσύνθεση των κατεστημένων συστημάτων εξουσίας και σκέψης, το σάρωμα των πελατειακών σχέσεων, που οδήγησαν την ίδια την κοινωνία σε πεδίο μάχης, μέσα από το οποίο δημιουργήθηκαν διάφορα ρεύματα και τάσεις.
Η ιστοριογραφία του κατεστημένου έχει ως στόχο την παραποίηση της Εθνικής Αντίστασης, την παρουσίασή της ως μειοψηφούσας δύναμης. Έχρισε ως ιστορικούς τους δημοσιογράφους, οι οποίοι από προκαθορισμένη θέση, οδήγησαν στην «απόλυτη πόλωση» του «νικητή» με τον «ηττημένο». Έπρεπε να παρουσιάσουν ως κίνδυνο της χώρας τον κομμουνισμό. Σκόπιμα αγνοούν τον βασικό μοχλό της Αντίστασης - το λαό της κατοχικής περιόδου -, παρατημένο και ξεχασμένο από την άρχουσα τάξη, στο λήθαργο της καθυστέρησης και της υπανάπτυξης. Θα χρειαστούν δεκαετίες για να μπορέσει ο λαός να καλύψει τα χαμένα χρόνια της “πολιτικής ήττας”.
Αυτή η κατεύθυνση της ιστοριογραφίας αποφεύγει μεθοδικά την κοινωνική προσέγγιση. Κινείται με κατευθυνόμενες τάσεις, με προσπάθειες «επιστημονικοφανών προσεγγίσεων», μέσα στη σφαίρα των παλαιοκομματικών ερίδων. Δίνει στο πλατύ αντιστασιακό δημοκρατικό κίνημα, στενή ιδεολογική απόχρωση υποστηρίζοντας πως χάρη στην αγγλοσαξονική επέμβαση σώθηκαν τα δημοκρατικά ιδεώδη του ελεύθερου κόσμου στη χώρα μας. Προσπαθεί να απαλλάξει την αστική πολιτική ηγεσία, την κύρια υπεύθυνη για τα τραγικά γεγονότα. Το ψέμα χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από την κυρίαρχη πολιτική τάξη. Άλλωστε ο Τσωρτσιλ είχε πει ότι «ένα ψέμα έχει κάνει το γύρο του μισού πλανήτη, προτού η αλήθεια προλάβει να φορέσει το παντελόνι της». Ας θυμηθούμε και αυτό που ο Τσάμπερλεν, το 1924, αναγνώριζε στη Βουλή των Κοινοτήτων, ότι «υπάρχουν πολυάριθμοι πλαστογράφοι σ΄όλο τον κόσμο, που ετοιμάζουν πλαστά διπλωματικά έγγραφα». Οι πρακτικές αυτές είναι γνωστές και στις μέρες μας με τους παραχαράκτες της ιστορίας να αναφέρονται σε έγγραφα, τα οποία φιλοδοξούσαν να δείξουν πως ο Λένιν ήταν πράκτορας επ’αμοιβή της Γερμαικής Αυτορατορίας. Τον Σεπτέμβριο του 1918, αμερικανικές εφημερίδες, παρουσίασαν αυτά τα πλαστά έγγραφα, τα οποία θέλησαν να τα πουλήσουν στον συν/ρχη Ρόμπινς, πρόεδρο του Ερυθρού Σταυρού. Ο Ρόμπινς αμέσως αναγνώρισε ότι ήταν ψεύτικα. Τα αγόρασε ο Έντγκαρ Σίσσον και τα δημοσίευσε. Οι πλαστογράφοι απέκτησαν διεθνή φήμη. Το 1956 ο Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός Τζορτζ Κένναν απέδειξε την πλαστότητά τους. Η αποκατάσταση της αλήθειας, δυστυχώς, έρχεται πάντα αργά.
Είναι έντονη η κυριαρχία της αντίληψης ότι οι μεγάλες δυνάμεις ενέταξαν την Ελλάδα στην επιρροή της Δύσης και κάθε προσπάθεια διαφορετικής πορείας ήταν αδύνατη. Όταν ο στρατάρχης Αλεξάντερ, αρχηγός στην Ανώτατη Διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ρωτήθηκε για τα στρατιωτικά πράγματα στην Ελλάδα, απάντησε στον Τσώρτσιλ: «Εις απάντησιν, του από 19 Δεκεμβρίου μηνύματός σας επιθυμώ κυρίως να καταστήσω υμάς ενήμερον της πραγματικής καταστάσεως, ως και περί του τι δυνάμεθα να πράξωμεν και τι όχι. Τούτο μου επιβάλλει το καθήκον μου. Πρέπει να γνωρίζετε τη δυναμικότητα των βρετανικών εν Ελλάδι δυνάμεων, και ποίας ενισχύσεις θα ηδυνάμην να στείλω εκ του ιταλικού μετώπου εάν αι περιστάσεις μι ηναγκάζουν να το πράξω. Επί τη υποθέσει ότι ο ΕΛΑΣ θα εξακολουθεί τον αγώνα, κρίνω ότι θα ήτο δυνατόν να εκκαθαρίσωμεν την πεδιάδα της Αττικής και τας πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς και μετά ταύτα να τας κρατήσωμεν ασφαλώς, αλλά τούτο δεν θα εσήμενε την ήτταν και την συνθηκολόγησιν του ΕΛΑΣ. Δεν έχομεν αρκετάς δυνάμεις δια να προχωρήσωμεν πέραν τούτου και να διεξαγάγωμεν επιχειρήσεις εις την υπόλοιπον Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την κατοχήν διετήραν εις την ηπειρωτικήν Ελλάδα πέντε έως εξ μεραρχίας, εκτός τεσσάρων άλλων αίτινες ήσαν εγκατεσπαρμέναι εις τας νήσους. Τους ήτο, παρ’όλον τούτο, αδύνατον να έχουν μεταξύ των μονάδων των αδιάλειπτον επαφήν, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμεν ολιγότερον σθεναράν και αποφασιστικήν αντίστασιν από όσην αντιμετώπισαν εκείνοι. Πιστεύω, εν καταλήξει, ότι γνωρίζετε ότι πάντοτε πράττω παν το δυνατόν δια την εκτέλεσιν των αποφάσεών σας, αλλ΄διακαώς ελπίζω ότι θα κατορθώσετε να εξεύρετε μίαν πολιτικήν λύσην εις το ελληνικόν πρόβλημα, δεδομένου ότι είμαι πεπεισμένος ότι περαιτέρω στρατιωτικαί ενέργειαι μετά την εκκαθάρισιν της περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, είναι υπεράνω των δυνάμεών μας».
Αυτή ήταν η κατάσταση ακόμα και τον Οκτώβρη του 1944, παρά την αλυσίδα των λαθών της Εαμικής ηγεσίας απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό και την ελληνική ολιγαρχία.
Την περίοδο που συνεχιζόταν ο Β΄Παγκόσμιος πόλεμος, δεν υπήρχε δύναμη να επιβληθεί στον ΕΛΑΣ με την καθιερωμένη λαϊκή εξουσία, ριζωμένη σχεδόν σε όλη την ελληνική επικράτεια, η οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε πάνω στα συντρίμμια του κράτους της υποτέλειας και της καταπίεσης. Ακόμα και η τρίχρονη εμφύλια τραγωδία, με ένα τμήμα της Εθνικής Αντίστασης αφοπλισμένο και κυνηγημένο , ανατρέπει αυτές τις απατηλές και προδοτικές θεωρίες. Η Εθνική Αντίσταση ηττήθηκε από την ηττοπάθεια της πολιτικής ηγεσίας και όχι στρατιωτικά. Η θεωρία των σφαιρών επιρροής ήταν η εύκολη εξήγηση που βόλεψε πολλούς. Για την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ αυτή την περίοδο, σημαντική πηγή αποτελεί το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου, “Άρης Βελουχιώτης. Το χαμένο Αρχείο-Άγνωστα κείμενα. Η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, 1941-1945”. Μέσα από τα ντοκουμέντα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, φαίνεται η αιχμή στις διαφωνίες των δύο πολιτικών κατευθύνσεων, στην ηγεσία του ΚΚΕ και στην Εαμική εθνική αντίσταση. Γιατί δεν αναζητήθηκαν τα πραγματικά αίτια της κατάρρευσης της μεγάλης εποποιίας, τα οποία η ίδια δημιούργησε και γιατί έδωσε νομική υπόσταση στη φυγόπονη, φυγόμαχη και ενδοτική ολιγαρχία του Καΐρου, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Η βασιλόφρονη κυβέρνηση του Καΐρου, δεν έκανε καν τον κόπο να στείλει αντιπρόσωπο στην αγωνιζόμενη Ελλάδα για την διαπραγμάτευση και την υπογραφή διάφορων συμφωνιών με τις αντιστασιακές οργανώσεις του Βουνού. Για λογαριασμό της διαπραγματευόταν και υπέγραφε ως εκπρόσωπός της, ο αρχηγός της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής (ο αρχιπράκτορας Κρις)! Απορεί κανείς για τη σιωπή και τη στάση των ηγετών της Αντίστασης, για το πώς δέχονταν μια τέτοια εκπροσώπηση, χωρίς καμιά φωνή αντίδρασης. Πολύ περισσότερο, όταν πίσω τους είχαν την εποποιία του ‘40, η οποία διέψευσε την ιεραρχία, - κυβέρνηση και παλάτι, - η οποία, θυσιάζοντας το εθνικό συμφέρον στο φασιστικό πνεύμα, καλλιεργούσε την ηττοπάθεια και τη γενική ιδέα για μια μικρή αντίσταση για την τιμή των όπλων, πριν την συνθηκολόγηση. Η προπαγάνδα της ηττοπάθειας ήταν πολύ έντονη ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες του 1940. Για πρώτη φορά ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε στρατό ευρωπαϊκής δύναμης, εφοδιασμένο με σύγχρονα πολεμικά μέσα, άρματα μάχης και αεροπορίας, ενώ ο ίδιος διέθετε εντελώς περιορισμένα μέσα άμυνας. Δίπλα του είχε ατέλειωτες σειρές χωρικών από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, που κινούνταν διαρκώς μέρα και νύχτα στα απόκρημνα και χιονισμένα βουνά, μεταφέροντας στις πλάτες τους πυρομαχικά και τρόφιμα.
Στις 18 Απριλίου του 1941 αλλάζει η εξωτερική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, όταν πια οι Βρετανοί με πρωθυπουργό τον Τσουδερό και τον βασιλιά Γεώργιο ελέγχουν απόλυτα την πολιτική της. Στη νέα σύνθεση της εξόριστης κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Εμμ.Τσουδερό, οι Άγγλοι δεν αφήνουν ίχνος αμφιταλάντευσης στην πολιτική τους. Ερχόμαστε τώρα να ρωτήσουμε, πώς οι “δημοκράτες” πολιτικοί αξιοποίησαν τους καρπούς του “ΌΧΙ” και της αντίστασης του λαού μας στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο; Πώς οι «δημοκράτες» πολιτικοί αξιοποίησαν τους επαίνους εχθρών και «συμμάχων» στο τραπέζι των ειρηνικών διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του πολέμου;
Τρεις φορές σε απευθείας επαφή με τους Άγγλους, στις 14-15 του Γενάρη, στις 22 του Φλεβάρη και στις 2-4 του Μάρτη 1941, η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε τις βρετανικές προτάσεις σχετικά με την αποστολή ελάχιστων βρετανικών δυνάμεων στη Μακεδονία, οι οποίες δεν θα παίζαν κανέναν αποτελεσματικό ρόλο κατά την επίθεση των Γερμανών. Μάλιστα, στο υπόμνημά του στις 18 του Γενάρη, ο Μεταξάς και στις 8 του Φλεβάρη ο Κοριζής, εμμέναν στην αρχική θέση, ότι για να εξασφαλιστεί η άμυνα της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να ενισχυθούν το ταχύτερο με εννέα βρετανικές μεραρχίες, ενώ η Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε να διαθέσει δύο ή τρεις μεραρχίες. Ο Μεταξάς απέρριψε τη Βρετανική πρόταση, γιατί θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, θα παρείχε στους Γερμανούς το επιχείρημα της επιτάχυνσης της κάθοδου από την Ρουμανία στη Βουλγαρία και την επίθεση κατά της Ελλάδας. «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσομεν, εκτός εάν η Μεγάλη Βρετανία θα ηδύνατο να μας παράσχη εις Μακεδονίαν την απαιτουμένην βοήθειαν. Εξεθέσαμεν διά μακρόν εις τον στρατηγόν Ουέιβελ ποια θα έπρεπε να είναι η έκταση της βοήθειας αυτής».
Τα γεγονότα αυτά μας κάνουν να αναρωτηθούμε, τι είδους διαπραγματεύσεις έκαναν οι «δημοκράτες» της κυβέρνησης του Καΐρου με τους ΄Αγγλους στη διάρκεια της κατοχής, αλλά και οι ηγεσίες των αντιστασιακών οργανώσεων του βουνού, όταν δέχονταν ως διαπραγματευτή για την «ελληνική δημοκρατική» κυβέρνηση του Καΐρου τον Άγγλο πράκτορα Κρις...
Η κοινωνική και πολιτική ζωή που διαμορφώθηκε μετά τον εμφύλιο, ήταν επόμενο να ρυθμίζει τις πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες του λαού μέχρι τις μέρες μας. Μέχρι το 1974 «ο εμφύλιος ήταν πανταχού παρών χωρίς να φαίνεται πουθενά». Σε συνεντεύξεις που έπαιρνα για την μετεμφυλιακή κατάσταση στη χώρα, η απάντηση ήταν πανομοιότυπη:
«Εσείς φύγατε, γλυτώσατε, εμείς να δεις τι τραβήξαμε…». Ξεδιπλώνονται αφηγήσεις για τη βαρβαρότητα των μπράβων σε κάθε χωριό. Με την ανοχή των αρχών, ξυλοκοπούσαν τους δημοκρατικούς πολίτες, που τους χαρακτήριζαν κομμουνιστές. Εκατοντάδες απλοί χωρικοί αγωνιστές του ΕΛΑΣ από τα χωριά του ορεινού όγκου της περιοχής Γρεβενών, που υπάγονταν στην Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πολυνερίου, βασανίστηκαν μέχρι θανάτου στα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Μπροστά στα μάτια μου πετροβόλησαν και σκότωσαν τον γερο Λιάκο, από το χωριό Μέγαρο Γρεβενών, ο οποίος είχε έρθει στο Πολυνέρι να θεωρήσει την ταυτότητά του, τον Ιούλιο του 1946...
Με την πάροδο του χρόνου, κυρίως μετά το 1974, βγήκαν στο φως νέες πηγές. Αρκετές εργασίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, ρίχνουν άπλετο φως σε πολλές σκοτεινές πτυχές της ιστορίας των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, για την τραγική αυτή περίοδο της νεότερης ιστορίας. Παραπέμπω σε μερικές από αυτές στις υποσημειώσεις.. Εδώ θα πρέπει να χαρακτηρίσω εγκληματική απέναντι στην ιστορία, την πράξη πολτοποίησης των προσωπικών φακέλων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Οι απόγονοι των δοσιλόγων έπρεπε να εξαφανίσουν κάθε ίχνος στοιχείων δωσιλογισμού και υποτέλειας στα ξένα αφεντικά, τα οποία υπηρετούν με δουλοπρέπεια.
Τα γεγονότα και οι εξελίξεις της χαμένης δεκαετίας στην Ελλάδα δεν έπαψαν να προκαλούν το ενδιαφέρον και εκτός Ελλάδας. Στη χώρα μας τη δεκαετία 1980-1990, έγιναν σημαντικά βήματα στην έρευνα. Για πρώτη φορά η απαγορευμένη περίοδος της ιστορίας βγαίνει στην επιφάνεια.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι η προσπάθεια, τις περισσότερες φορές, να κρατηθεί στενός ο χαρακτήρας τέτοιων συνεδρίων και ημερίδων, κυρίως από την πανεπιστημιακή ελίτ, η οποία αποκλείει πλατύτερη συμμετοχή εξωπανεπιστημιακών ερευνητών. Υπάρχουν πάντα οι εξαιρέσεις ερευνητικού μόχθου.
Ο τύπος της κατοχής αποτελεί σημαντική πηγή επιστημονικής αξιολόγησης. Φανερώνει την συμπεριφορά, το ήθος και τη δραστηριότητα διάφορων κοινωνικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ηγεσίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια, για τα οποία γίνονται προσπάθειες απόκρυψης ή πλαστογράφησης από εκείνους που συνεχίζουν να σκηνοθετούν την ελληνική τραγωδία. Με την ανάδειξη και την αξιολόγηση των ιστορικών πηγών καταρρέει ο πρόσκαιρος υποκειμενισμός και οι αναχρονιστικές αντιλήψεις και παίρνουν τη θέση τους οι επιστημονικές κρίσεις, οι οποίες θα φωτίσουν τον λαβύρινθο των χαρακτηρισμών που δόθηκαν από το παρακράτος και τους απόντες από τους μεγάλους αγώνες. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αφορά στον όρο “εθνικός στρατος”, ενώ το σωστό είναι “κυβερνητικός στρατός”, όπως και ο χαρακτηρισμός “ληστοσυμμορίτες”, ο οποίος είναι χλευαστικός για τους κομμουνιστές. Με το άρθρο μου προσπαθώ να αγγίξω το πολύ σημαντικό κεφάλαιο, που αφορά στην ιστοριογραφία της Αντίστασης. Σαφώς μια πιο σφαιρική θεώρηση, θα συμβάλλει στη βαθύτερη γνώση της ιστορίας της κρίσιμης δεκαετίας 1940-1950. Μιλάω ως παιδί εκείνης της φοβερής εποχής, προσθέτοντας τις ιστορικές μου γνώσεις.. Η γενιά αυτή βασανίστηκε, πείνασε, άντεξε και σήκωσε το βάρος, όπως και η προηγούμενη γενιά. Ωρίμασε πρόωρα, αιμορράγησε και έζησε τη δαιμονοποίηση της Αριστεράς.